Με απόφαση που εξέδωσε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-61/22 έκρινε ότι η υποχρέωση ενσωμάτωσης των δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων στα δελτία ταυτότητας είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των προσωπικών δεδομένων αντίστοιχα. Παρόλα αυτά, κρίθηκε ότι, ο επίμαχος Κανονισμός που προβλέπει το συγκεκριμένο μέτρο, εκδόθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσης, για τον λόγο αυτό κηρύχθηκε ανίσχυρος, διατηρώντας όμως τα αποτελέσματά του το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, για να εκδοθεί νέος, με ορθή νομική βάση, Κανονισμός.
Ιστορικό
Στις 30 Νοεμβρίου 2021, Γερμανός πολίτης ζήτησε από τον Δήμο του Wiesbaden νέο δελτίο ταυτότητας με την αιτιολογία ότι το ηλεκτρονικό τσιπ της παλαιάς του ταυτότητας ήταν ελαττωματικό, ζητώντας να μη συμπεριληφθούν τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο νέο δελτίο ταυτότητας. Ωστόσο, το συγκεκριμένο αίτημα απορρίφθηκε.
Στις 21 Δεκεμβρίου 2021, άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο Δήμος να του χορηγηθεί δελτίο ταυτότητας χωρίς τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Το γερμανικό δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ελέγξει το κύρος του ενωσιακού Κανονισμού που προβλέπει ότι το μέσο αποθήκευσης των δελτίων ταυτότητας πρέπει υποχρεωτικώς να περιέχει δύο δακτυλικά αποτυπώματα.
Απόφαση ΔΕΕ
Κατόπιν επισταμένης εξέτασης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η υποχρέωση ενσωμάτωσης δύο ολόκληρων δακτυλικών αποτυπωμάτων στο μέσο αποθήκευσης των δελτίων ταυτότητας συνιστά περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία, αμφότερα, κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, η αποθήκευση των δακτυλικών αποτυπωμάτων δικαιολογείται από σκοπούς γενικού συμφέροντος, και πιο συγκεκριμένα από τον σκοπό της καταπολέμησης της πλαστογράφησης των δελτίων ταυτότητας και του εγκλήματος της κλοπής ταυτότητας καθώς και από τον σκοπό της διασφάλισης της διαλειτουργικότητας των συστημάτων επαλήθευσης.
Η ενσωμάτωση αποκλειστικώς και μόνον μιας εικόνας προσώπου θα συνιστούσε λιγότερο αποτελεσματικό μέσο ταυτοποίησης σε σχέση με την αποθήκευση, πέραν της εικόνας προσώπου, και δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μέτρο είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την υλοποίηση των προαναφερθέντων σκοπών και δεν παρίσταται δυσανάλογο σε σχέση με αυτούς. Ειδικότερα, συντελώντας στην καταπολέμηση της πλαστογράφησης των δελτίων ταυτότητας και του εγκλήματος της κλοπής ταυτότητας, η ενσωμάτωση δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων μπορεί να εγγυηθεί τόσο την προστασία της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων όσο και, γενικότερα, την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας. Επιπλέον, παρέχοντας στους πολίτες της Ένωσης τη δυνατότητα να ταυτοποιούνται με αξιόπιστο τρόπο, διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, οι σκοποί που επιδιώκονται με την εν λόγω ενσωμάτωση έχουν ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για την Ένωση και τα κράτη μέλη, αλλά και για τους Ευρωπαίους πολίτες. Η ενσωμάτωση αποκλειστικώς και μόνον μιας εικόνας προσώπου θα συνιστούσε λιγότερο αποτελεσματικό μέσο ταυτοποίησης σε σχέση με την αποθήκευση, πέραν της εικόνας προσώπου, και δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων. Και τούτο διότι η γήρανση, ο τρόπος ζωής, κάποια ασθένεια ή μια χειρουργική επέμβαση μπορούν να αλλοιώσουν τα ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου.
Τέλος, όπως έκρινε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο επίμαχος κανονισμός εκδόθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσης και, συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν εσφαλμένης νομοθετικής διαδικασίας, ήτοι της συνήθους διαδικασίας αντί ειδικής νομοθετικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας απαιτείται, μεταξύ άλλων, ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κήρυξε τον κανονισμό ανίσχυρο. Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές επιπτώσεις για μεγάλο αριθμό Ευρωπαίων πολιτών από την άμεση κήρυξη του Κανονισμού ως ανίσχυρου, κρίθηκε ότι τα αποτελέσματα του κανονισμού πρέπει να διατηρηθούν μέχρι να τεθεί σε ισχύ, εντός εύλογου χρόνου και το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, νέος Κανονισμός στηριζόμενος στην ορθή νομική βάση.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-61/22, απόφ. της 21.3.2024
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Συστήματα Βιντεοεπιτήρησης, αναγνώριση προσώπου και προστασία προσωπικών δεδομένων