Η άρνηση αναγνώρισης της αλλαγής του ονόματος και του φύλου ενός πολίτη που αποκτήθηκε νόμιμα σε άλλο κράτος – μέλος είναι αντίθετη προς το δίκαιο της ΕΕ και συνιστά εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, αποφάνθηκε την Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με αφορμή την υπόθεση C-4/23.
Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος Βρετανορουμάνου πολίτη, ο οποίος άλλαξε το μικρό του όνομα και τον τίτλο του από θηλυκό σε αρσενικό το 2017 και απέκτησε νομική αναγνώριση της ταυτότητας του αρσενικού φύλου του το 2020 στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ζούσε από το 2008.
Με βάση τα έγγραφα αυτά, ο ενδιαφερόμενος πολίτης ζήτησε στη συνέχεια από τις τοπικές αρχές της χώρας καταγωγής του, της Ρουμανίας, να καταχωρίσουν την αλλαγή στο πιστοποιητικό γέννησής του και ζήτησε νέα έγγραφα που να αντικατοπτρίζουν την αλλαγή του μικρού ονόματος, του φύλου και του προσωπικού αριθμού ταυτότητας.
Οι ρουμανικές αρχές αρνήθηκαν να το πράξουν και αντ’ αυτού του ζήτησαν να κινήσει ξεχωριστή διαδικασία στη Ρουμανία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για να επιβεβαιώσει την αλλαγή φύλου.
Ως εκ τούτου, ο ιδιώτης κίνησε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου του Βουκουρεστίου, το οποίο στη συνέχεια παρέπεμψε το ζήτημα στο ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ, ζητώντας να μάθει αν η άρνηση της Ρουμανίας να αναγνωρίσει την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν εντός του δικαίου της ΕΕ και αν το Brexit είχε αντίκτυπο στη διαφορά.
Το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, δήλωσε ότι η άρνηση της Ρουμανίας να αναγνωρίσει τα έγγραφα και η απόφασή της να αναγκάσει τον πολίτη να ξεκινήσει νέα διαδικασία για να αλλάξει την ταυτότητα φύλου που είχε ήδη αποκτήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν αδικαιολόγητη.
Η κίνηση νέας διαδικασίας στη χώρα προέλευσης, είπε το ΔΕΕ, θα τον εξέθετε επίσης στον κίνδυνο η διαδικασία αυτή να οδηγήσει “σε αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο που επιτεύχθηκε ενώπιον των αρχών του κράτους – μέλους που χορήγησε νομίμως την εν λόγω αλλαγή του ονόματος και της ταυτότητας φύλου”. Το γεγονός ότι η αίτηση υποβλήθηκε στη Ρουμανία μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από το μπλοκ ήταν επουσιώδες, είπε το δικαστήριο.
Παράλληλα το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η άρνηση κράτους μέλους να αναγνωρίσει αλλαγή ταυτότητας φύλου που αποκτήθηκε νομίμως σε άλλο κράτος μέλος εμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Το φύλο, όπως και το όνομα, αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικής ταυτότητας.
Η διαφορά μεταξύ των ταυτοτήτων που προκύπτει από μια τέτοια άρνηση αναγνώρισης δημιουργεί δυσχέρειες ως προς την απόδειξη της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου προσώπου στην καθημερινή ζωή, καθώς και σοβαρά προβλήματα επαγγελματικής, διοικητικής και ιδιωτικής φύσεως.
Το 2021 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε κρίνει ότι η Ρουμανία παραβίασε τα δικαιώματα δύο τρανστζέντερ ατόμων, καθώς δεν αναγνώρισε την ταυτότητά τους επειδή δεν είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου.
“Η απόφαση αυτή θα έχει τεράστιο θετικό αντίκτυπο, αυξάνοντας τη νομική προστασία για όλα τα τρανς άτομα στην ΕΕ, πολύ περισσότερο που ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπως η Ρουμανία, δεν παρέχουν ακόμη νομικό πλαίσιο για τη νομική αναγνώριση του φύλου που να συμμορφώνεται με τα πρότυπα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων”, ανέφερε σε δήλωσή της η ανώτερη υπεύθυνη στρατηγικής δικαστικής διαδικασίας της ILGA-Europe, Marie-Hélène Ludwig.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-4/23