Με τον ν. 3226/2004, καθιερώθηκε ένα σύστημα νομικής βοήθειας για πολίτες χαμηλού εισοδήματος, με τον δικηγόρο που διορίζεται για παροχή νομικής βοήθειας να αποζημιώνεται με βάση τις νόμιμες αμοιβές. Οι αξιώσεις αυτές υπόκεινται σε παραγραφή πέντε ετών, η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ, ο εντολοδόχος (δικηγόρος) οφείλει να εκδώσει τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία και να αποδώσει τον αναλογούντα ΦΠΑ, τον οποίο μπορεί να διεκδικήσει από τον εντολέα εφόσον αυτός δεν έχει εξοφλήσει τον φόρο.
Η παραγραφή των αξιώσεων ανεστάλη κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, βάσει διατάξεων που προέβλεπαν την αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων και την αναστολή των προθεσμιών από 13.3.2020 έως 31.5.2020, καθώς και από 7.11.2020 έως 5.4.2021. Οι χρηματικές οφειλές του Δημοσίου υπόκεινται σε τόκο 6% ετησίως, όπως ορίζεται στο άρθρο 21 του ΚΔ περί δικών του Δημοσίου. Από το 2019, το επιτόκιο αυτό προσαρμόστηκε στο βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ συν τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, δικηγόρος, διορισμένος στο πλαίσιο νομικής βοήθειας για υποθέσεις από το 2015 έως το 2017, διεκδικεί την καταβολή αμοιβής ύψους 1.377,56 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), με τόκους από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Η διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθώς αφορά ιδιωτική διαφορά μεταξύ του ενάγοντα και του Δημοσίου.
Η αγωγή κρίνεται βάσιμη και το Δικαστήριο διέταξε την καταβολή του οφειλόμενου ποσού. Η ένσταση παραγραφής του Δημοσίου απορρίφθηκε, καθώς η παραγραφή ανεστάλη λόγω των μέτρων για την πανδημία και συνεπώς, ο δικηγόρος δικαιώθηκε.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΕιρΑθ 248/2024