Η παρούσα περίπτωση αφορά την καταγγελία συμβάσεων συνεργασίας μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας, η οποία δραστηριοποιούταν στην πώληση και επισκευή αυτοκινήτων μιας συγκεκριμένης μάρκας, και της εναγομένης εταιρίας, η οποία ήταν η εισαγωγέας και δικαιούχος της εμπορικής διάθεσης των οχημάτων και ανταλλακτικών της ίδιας μάρκας στην Ελλάδα. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εναγομένη διέκοψε αιφνιδίως τη συνεργασία τους, παραβιάζοντας τους όρους των συμβάσεων και προκαλώντας της ηθική βλάβη.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια ισχύος των συμβάσεων διανομής, η ενάγουσα συνέβαλε στην επέκταση της πελατείας της εναγομένης, προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις της, ενώ το πελατολόγιο της ενάγουσας παρέμεινε προς όφελος της εναγομένης, αφού δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα προσέγγισης αυτού εκ μέρους της ενάγουσας και ότι, ως εκ τούτου, δικαιούται, λόγω της καταγγελίας της σύμβασης με υπαιτιότητα της εναγομένης, αποζημίωση πελατείας.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη αδικοπραξίας από την πλευρά της εναγομένης. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη προέβη σε παράνομη και καταχρηστική καταγγελία των συμβάσεων ή ότι είχε την πρόθεση να βλάψει την ενάγουσα. Αντιθέτως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διακοπή της συνεργασίας έγινε μετά από εκδήλωση της βούλησης της ενάγουσας να μην ανανεωθούν οι συμβάσεις και ότι η εναγομένη απλώς συναίνεσε σε αυτήν την απόφαση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας ως αβάσιμη και δεν της επιδίκασε την αποζημίωση που αξίωνε. Η ενάγουσα κατέθεσε έφεση κατά της απόφασης, αλλά το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι για να ανατραπεί η πρωτόδικη απόφαση.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΤρΕφΑθ 334/2024