Την ευκαιρία να βάλει τα πράγματα στη θέση τους ως προς το δικηγορικό απόρρητο και τη σημασία του σε μια δημοκρατική κοινωνία είχε πρόσφατα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην υπόθεση C‑432/23. Με αφορμή αίτημα των φορολογικών αρχών του Λουξεμβούργου, δικηγορική εταιρεία κλήθηκε να παραδώσει στη διοίκηση πληροφορίες που της είχε εμπιστευθεί πελάτης της. Οι πληροφορίες αυτές αφορούσαν την παροχή νομικών υπηρεσιών, σχετικών με φορολογικά θέματα και συγκεκριμένες επενδυτικές δομές. Η εταιρεία αρνήθηκε να συμμορφωθεί, επικαλούμενη το δικηγορικό απόρρητο, θεμελιώδη αρχή που προστατεύει την εμπιστευτικότητα της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Ως απάντηση, οι αρχές επέβαλαν πρόστιμο στη δικηγορική εταιρεία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η υπόθεση ξεκίνησε όταν οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου ζήτησαν από δικηγορική εταιρεία να παραδώσει λεπτομερείς πληροφορίες και έγγραφα που αφορούσαν τις σχέσεις της με πελάτη της, σε σχέση με εταιρικές επενδυτικές δομές. Οι πληροφορίες αυτές περιλάμβαναν το περιεχόμενο επικοινωνιών, λεπτομέρειες για τις συναλλαγές και τη συμμετοχή της εταιρείας σε αυτές. Η δικηγορική εταιρεία αρνήθηκε να συμμορφωθεί, επικαλούμενη το δικηγορικό απόρρητο, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει πρόστιμο από τις αρχές για τη μη συμμόρφωσή της.
Το Διοικητικό Εφετείο του Λουξεμβούργου απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο κλήθηκε να αποφανθεί για τη νομιμότητα τέτοιων αιτημάτων υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που προστατεύει την ιδιωτικότητα και την εμπιστευτικότητα της επικοινωνίας.
Το ΔΕΕ τόνισε ότι το επαγγελματικό απόρρητο μεταξύ δικηγόρου και πελάτη προστατεύεται απόλυτα, ανεξαρτήτως του νομικού τομέα στον οποίο παρέχονται οι συμβουλές.
Το ΔΕΕ τόνισε ότι το επαγγελματικό απόρρητο μεταξύ δικηγόρου και πελάτη προστατεύεται απόλυτα, ανεξαρτήτως του νομικού τομέα στον οποίο παρέχονται οι συμβουλές. Το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, αξιοποιώντας τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τόνισε επίσης ότι η αυξημένη προστασία στην επικοινωνία μεταξύ των δικηγόρων και των πελατών τους αφορά όχι μόνο τη δραστηριότητα της υπεράσπισης, αλλά και εκείνη της παροχής νομικών συμβουλών, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς την ύπαρξή της. Άλλωστε, όπως τονίστηκε, τα πρόσωπα που συμβουλεύονται δικηγόρο μπορούν ευλόγως να αναμένουν ότι η μεταξύ τους επικοινωνία θα παραμείνει ιδιωτική και εμπιστευτική. Ως εκ τούτου, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι επιβεβλημένο τα πρόσωπα αυτά να μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη ότι ο δικηγόρος τους δεν θα αποκαλύψει σε κανέναν, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, ότι τους παρέχει συμβουλές.
Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η ειδική προστασία του δικηγορικού απορρήτου, το οποίο συνεπάγεται πρωτίστως ορισμένες υποχρεώσεις εις βάρος των δικηγόρων, δικαιολογείται από την ανάθεση σε αυτούς μιας θεμελιώδους αποστολής σε μια δημοκρατική κοινωνία, δηλαδή της υπεράσπισης των πολιτών. Η θεμελιώδης αυτή αποστολή περιλαμβάνει, αφενός, την απαίτηση, της οποίας η σπουδαιότητα αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη μέλη, να έχει κάθε πολίτης τη δυνατότητα να απευθύνεται ελεύθερα στον δικηγόρο του, του οποίου το επάγγελμα περιλαμβάνει, από την ίδια τη φύση του, το καθήκον παροχής, κατά τρόπο ανεξάρτητο, νομικών συμβουλών σε όλους όσοι τις χρειάζονται και, αφετέρου, τη συνακόλουθη υποχρέωση πίστης του δικηγόρου έναντι του πελάτη του.
Εντούτοις, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρίνισε ότι η επιβολή περιορισμών στο δικηγορικό απόρρητο μπορεί να γίνει δεκτή μόνο υπό αυστηρούς όρους. Οι περιορισμοί αυτοί, ωστόσο, πρέπει να προβλέπονται ρητά από τον νόμο, να είναι αναλογικοί και απολύτως αναγκαίοι, καθώς και να μην θίγουν το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος προστασίας της επικοινωνίας.
Εν προκειμένω, το άρθρο 177 του επίμαχου Λουξεμβουργιανού νόμου απαγόρευε στον δικηγόρο, αποδέκτη αιτήματος παροχής πληροφοριών προς τη διοίκηση, να αρνηθεί την πρόσβαση σε ό,τι του είχε εμπιστευθεί ο εντολέας του στο πλαίσιο της άσκησης του επαγγέλματός του, στο μέτρο που πρόκειται για γεγονότα τα οποία περιήλθαν σε γνώση του δικηγόρου κατά την παροχή υπηρεσιών, υπό την ιδιότητά του ως συμβούλου ή εκπροσώπου σε φορολογικά θέματα. Η μόνη εξαίρεση αφορούσε ερωτήσεις των οποίων η απάντηση θα εξέθετε τον πελάτη σε κίνδυνο ποινικής δίωξης.
Ωστόσο, η διαταγή που εξέδωσαν οι φορολογικές αρχές, ζητώντας πληροφορίες, χωρίς να τηρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 του Χάρτη, «δυναμίτιζε» τον πυρήνα του δικαιώματος σεβασμού της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, παραβιάζοντας έτσι ευθέως και κατά τρόπο αδικαιολόγητο το δικηγορικό απόρρητο, όπως έκρινε σε τελική ανάλυση το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-432/23, απόφ. της 26.9.2024