Η προκείμενη περίπτωση αφορά ανακοπή κατά απόφασης που είχε ως αντικείμενο την ακύρωση ανακριβούς δήλωσης Τράπεζας σχετικά με την ύπαρξη κατασχεμένων ποσών σε λογαριασμό Δημοτικής Επιχείρησης Υδρευσης και Αποχέτευσης λόγω κατάσχεσης που επιβλήθηκε για είσπραξη οφειλής. Η Τράπεζα δήλωσε ότι τα ποσά στον λογαριασμό ήταν ακατάσχετα καθώς προορίζονταν για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων, ενώ δεν ανέφερε προηγούμενη κατάσχεση που είχε επιβληθεί στον ίδιο λογαριασμό για άλλη απαίτηση της ενάγουσας εταιρείας.
Ειδικότερα, όταν η κατάσχεση επιβάλλεται σε πιστωτικό ίδρυμα, αυτό πρέπει να δηλώσει τυχόν ακατάσχετες απαιτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 982 παρ. 2 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση κατάσχεσης απαιτήσεων από τραπεζικούς λογαριασμούς, δεσμεύεται μόνο το υπάρχον υπόλοιπο, εκτός αν κατασχεθούν και μελλοντικές απαιτήσεις, οπότε η δέσμευση καταλαμβάνει κάθε ποσό που κατατίθεται μετά την επίδοση του κατασχετηρίου.
Αν η απαίτηση δεν υπάρχει ή είναι ακατάσχετη, πρέπει να προβεί σε αρνητική δήλωση, η οποία εξομοιώνεται με την παράλειψη δήλωσης. Ο κατασχών μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της ανακριβούς δήλωσης μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών.
Ο τρίτος συνήθως δεν μπορεί να παρέχει σαφή πληροφόρηση για μελλοντικές απαιτήσεις, αλλά οφείλει να δηλώσει αρνητικά για την παρούσα οφειλή και θετικά για τη μελλοντική, διαβεβαιώνοντας ότι θα παρακρατήσει ό,τι προκύψει στο μέλλον υπέρ του καθ’ ου η κατάσχεση.
Ειδικότερα στην παρούσα απόφαση, η ενάγουσα εταιρεία κέρδισε τελεσίδικη απόφαση κατά Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ). Μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες εκτέλεσης, προχώρησε σε κατάσχεση λογαριασμών της ΔΕΥΑ στην εναγόμενη Τράπεζα.
Η Τράπεζα δήλωσε ότι το υπάρχον υπόλοιπο περιλάμβανε κεφάλαια που προορίζονταν για μισθοδοσία υπαλλήλων, τα οποία είναι ακατάσχετα κατά το άρθρο 982 παρ. 2 ΚΠολΔ και τον Ν. 3068/2002. Επίσης, ανέφερε ότι μελλοντικές πιστώσεις θα θεωρούνταν επίσης ακατάσχετες αν προορίζονταν για μισθοδοσία.
Η διάταξη του άρθρου 982 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ προστατεύει μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικές παροχές που καταβάλλονται σε τραπεζικό λογαριασμό. Ωστόσο, αυτό ισχύει μόνο για καταθέσεις που προορίζονται για βιοπορισμό του εργαζομένου, όχι για καταθέσεις που προορίζονται για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων μιας δημοτικής επιχείρησης. Οι δημοτικές επιχειρήσεις, όπως η ΔΕΥΑ, είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και δεν έχουν τα προνόμια των ΟΤΑ ή του Δημοσίου όσον αφορά το ακατάσχετο.
Η Τράπεζα παρέλειψε να αναφέρει προηγούμενη κατάσχεση που είχε επιβληθεί για άλλη απαίτηση της ενάγουσας. Το δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η παράλειψη συνιστά ανακρίβεια στη δήλωση, ανεξαρτήτως αν η απαίτηση είχε εν μέρει εξοφληθεί.
Συμπερασματικά, το δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης της Tράπεζας και αποφάσισε ότι η δήλωση της Τράπεζας ήταν ανακριβής και ότι τα ποσά στον λογαριασμό δεν ήταν ακατάσχετα, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι προορίζονταν αποκλειστικά για τη μισθοδοσία και η έφεση της Τράπεζας απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΤρΕφΑθ 512/2024