fbpx
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024

ΕΔΔΑ: Καταδίκη της Ελλάδας για ασυνόδευτο ανήλικο – Η «πληγή» των συνθηκών διαβίωσης, η απόπειρα και η λοιμώδης νόσος

Το δικαστήριο κλήθηκε να σταθμίσει τις αντικειμενικές δυσκολίες διαχείρισης της αυξανόμενης ροής μεταναστών και αιτούντων άσυλο των κ-μ βρισκόμενων στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων του αρ. 3 της ΕΣΔΑ

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

To ΕΔΔΑ καταδίκασε -για πολλοστή φορά- το ελληνικό κράτος, στις 23 Μαΐου 2024, στην υπόθεση (Affaire W.S. c. Grèce) σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα ενός ασυνόδευτου ανηλίκου και αιτούντος διεθνή προστασία, καθώς και τις συνθήκες διαμονής του σε αστυνομικά τμήματα όπου είχε τεθεί υπό “προστατευτική επιτήρηση”. Η προσφυγή αφορούσε, επίσης, τον χειρισμό από τις αρχές της αίτησης του προσφεύγοντος για οικογενειακή επανένωση.

Ιστορικό

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι έφτασε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2019. Στις 17.12. 2019, ο προσφεύγων, με την βοήθεια αρμόδιας ΜΚΟ, κατέθεσε αίτηση διεθνούς προστασίας στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου στον Πειραιά ενώ την ίδια μέρα ζητήθηκε επίσης από το Εθνική Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης να βρει κατάλυμα για τον αιτούντα. Την ίδια ημέρα, διαφορετική ΜΚΟ υπέβαλε το ίδιο αίτημα περί στέγασης και διορισμού νόμιμου κηδεμόνα στην Περιφερειακή Υπηρεσία Ασύλου Πειραιά. Παράλληλα, τους ενημέρωσαν ότι ο προσφεύγων επιθυμούσε να επωφεληθεί από την οικογενειακή επανένωση με τον θείο του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δύο ημέρες αργότερα, η αίτησή του για οικογενειακή επανένωση διαβιβάστηκε στη Μονάδα Δουβλίνου της Υπηρεσίας Ασύλου.

Λίγες ημέρες αργότερα, το Δικαστήριο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού του, να δώσει εντολή στις ελληνικές αρχές να μεταφέρουν τον προσφεύγοντα σε καταλύματα που προσφέρουν -λαμβανομένου υπόψη του ειδικού καθεστώτος του- συνθήκες υποδοχής συμβατές με το άρθρο 3 της Σύμβασης.

Στις 5.1.2020 ο προσφεύγων, κατόπιν προηγούμενης κλήσης του από τον Εισαγγελέα Ανηλίκων, παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας προτού μεταφερθεί στο αστυνομικό τμήμα Κολωνού, όπου κρατήθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση μέχρι τις 22.1.2020. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο προσφεύγων διαγνώστηκε ότι έπασχε από ψώρα και του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Λίγες ημέρες αργότερα ο προσφεύγων υπέβαλε εκ νέου προσωρινή αίτηση στο Δικαστήριο, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει ενώ βρισκόταν υπό κράτηση. Την ίδια ημέρα, το Δικαστήριο έδωσε εντολή στην Ελληνική Κυβέρνηση να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο προσφεύγων θα λάβει την κατάλληλη ιατρική και ψυχιατρική βοήθεια και ότι θα φιλοξενηθεί σε περιβάλλον συμβατό με την κατάσταση της υγείας του.

Στις 20.1.2020, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων εξέτασε τη δυνατότητα μεταφοράς του προσφεύγοντος σε νοσοκομείο, ωστόσο, η μεταφορά απορρίφθηκε λόγω της μεταδοτικής ψώρας από την οποία έπασχε ο προσφεύγων. Τελικά τρεις ημέρες αργότερα, ο προσφεύγων μεταφέρθηκε στη δομή φιλοξενίας “INOI”.

Ισχυρισμοί προφεύγοντος και ελληνικής κυβέρνησης

Ο ανήλικος αποφάσισε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την παραβίαση των άρθρων 3, 8 και 34 της σύμβασης. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι, από την άφιξή του στην Ελλάδα μέχρι την κράτηση του σε αστυνομικό τμήμα δεν είχε πρόσβαση σε ασφαλή διαμονή. Αναγκάστηκε να παραμείνει άστεγος στην Αθήνα και για σχεδόν δύο μήνες στεγαζόταν σε διαμέρισμα που ανήκε σε συμπατριώτες του, μη έχοντας πρόσβαση σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης, όπως ρούχα και τρόφιμα, ενώ μάλιστα λόγω της ανηλικότητας του υπαγόταν στην “κατηγορία των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας”. Κατά την περίοδο της αστυνομικής κράτησης του, αναφέρει ότι υποβλήθηκε σε συνθήκες που ήταν καταστροφικές για τον ίδιο, καθώς βρέθηκε απομονωμένος από τον έξω κόσμο και κρατούμενος εντός του αστυνομικού τμήματος, γεγονός που του προκάλεσε αίσθημα απομόνωσης, ακραίου στρες και αυτοκτονικών τάσεων.

Από την άλλη, η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι αρχές είχαν λάβει επαρκή μέτρα για να παράσχουν στον προσφεύγοντα κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης και προστασίας. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι με την κράτηση του στο αστυνομικό τμήμα του παρασχέθηκε προσωρινή στέγαση σε ασφαλές περιβάλλον, σχεδιασμένο για τη φιλοξενία ασυνόδευτων ανηλίκων. Πρόσθεσε ότι ο ανήλικος είχε ακόμη ελεύθερη επαφή με τους δικηγόρους, εκπροσώπους ΜΚΟ και τους συγγενείς του,  ενώ του προσφερόταν ιατρικές γνωματεύσεις και ειδική θεραπεία κατάλληλη για τη λοιμώδη νόσο του. Μετά τον αυτοτραυματισμό του προσφεύγοντος, του παρασχέθηκαν αμέσως οι πρώτες βοήθειες.

Κρίση Δικαστηρίου

Αναφορικά με την παραβίαση του άρθρου 3  της σύμβασης για την απαγόρευση των βασανιστηρίων, το δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι έχει ήδη διαπιστώσει (σε παλιότερη νομολογία) ότι τα κράτη που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης ροής μεταναστών και αιτούντων άσυλο.

Δεδομένης της απόλυτης φύσης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, δεν επιτρέπεται η απαλλαγή ενός κράτους από τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της εν λόγω διάταξης.

Το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι έχει ήδη αναγκαστεί να εκδικάσει πολλές υποθέσεις σχετικά με τις συνθήκες κράτησης ασυνόδευτων ανήλικων αιτούντων άσυλο, που έχουν τεθεί υπό “προστατευτική φύλαξη” σε αστυνομικά τμήματα στην Ελλάδα, διαπιστώνοντας την παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, λόγω των ανεπαρκών συνθηκών διαβίωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αρχές είχαν ενημερωθεί για την ιδιαίτερη κατάσταση του προσφεύγοντος, δηλαδή ότι ήταν ασυνόδευτος ανήλικος χωρίς σταθερή στέγη, χωρίς πρόσβαση σε βασικές ανάγκες και χωρίς μόνιμο νόμιμο κηδεμόνα, αλλά μόνο μετά από ένα μήνα του παρείχαν προστατευτικό κατάλυμα, κρίνοντας ότι πράγματι υπήρξε παραβίασή του άρθρου 3.

Δευτερευόντως, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση παραβίασε το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, καθώς δεν του παρείχε συνθήκες υποδοχής συμβατές με το άρθρο 3 της Σύμβασης, δεδομένου ότι ήταν ασυνόδευτος ανήλικος και αιτών ασύλου, τονίζοντας την μη συμμόρφωση της κυβέρνησης με τα προσωρινά μέτρα του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου. Το ΕΔΔΑ, αφού επιβεβαίωσε αρχικά την κρατική καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων, κατέληξε ότι η Ελλάδα συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις της βάσει του Άρθρου 34 της Σύμβασης απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί παράβασης του αρ. 34

Τέλος ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση παραβίασε το αρ. 8 της σύμβασης ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), λόγω της καθυστέρησης εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην παραβίαση του δικαιώματος του για οικογενειακή επανένωση με τον θείο του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία αναφορικά με την αίτηση για οικογενειακή επανένωση εξετάστηκε και διεξήχθη αποτελεσματικά από τις ελληνικές αρχές, θεωρώντας ότι δεν συνέτρεχε ο κίνδυνος που εξέφρασε ο προσφεύγων, αλλά ούτε και παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Το δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα, επιδικάζοντας στον προσφεύγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ (το μισό του αρχικώς διεκδικούμενου) λόγω ηθικής βλάβης.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕΔΔΑ προσφ. 65275/19, απόφ. της 23.5.2024, υπόθ. W.S. κατά Ελλάδας

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -