Μία σειρά καταδικαστικών αποφάσεων κατά της Ελλάδας για τις συνθήκες διαβίωσης και κράτησης προσφύγων και αιτούντων άσυλο εξέδωσε σήμερα Πέμπτη 3 Οκτωβρίου το Δικαστήριο του Στρασβούργου, διευρύνοντας έτι περαιτέρω τον μακρύ κατάλογο των καταδικαστικών αποφάσεων για τη χώρα μας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε σοβαρές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κυρίως του άρθρου 3, που αφορά την απαγόρευση της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, καθώς και του άρθρου 5, που αφορά το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια.
Πρώτη καταδίκη: Υπερπληθυσμός και σοβαρές ελλείψεις σε υγειονομικές υποδομές στα ΚΥΤ Χίου και Σάμου την περίοδο 2019-2020
Η υπόθεση Μ.Α. και άλλοι κατά Ελλάδας αφορούσε αιτούντες άσυλο που διέμεναν στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) της Χίου και της Σάμου την περίοδο 2019-2020. Οι συνθήκες διαβίωσης στα συγκεκριμένα κέντρα χαρακτηρίζονταν από σοβαρές ελλείψεις σε υγειονομικές υποδομές, υπερπληθυσμό και κακή πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως τροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κατάσταση ήταν τόσο επιβαρυντική για τους πρόσφυγες, που συνιστούσε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, παραβιάζοντας το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Στο ΚΥΤ της Χίου, για παράδειγμα, οι πρόσφυγες ζούσαν σε συνθήκες υπερπληθυσμού, με αποτέλεσμα οι εγκαταστάσεις να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της υγιεινής.
Οι ελληνικές αρχές, σύμφωνα με την κρίση του ΕΔΔΑ, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν λόγω της προσφυγικής κρίσης, δεν κατάφεραν να διασφαλίσουν έστω τις ελάχιστες προϋποθέσεις διαβίωσης για τους πρόσφυγες. Η Ελλάδα καταδικάστηκε και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στους αιτούντες που κυμαίνονταν από 2.500 έως 6.500 ευρώ ανάλογα με την περίπτωση.
Δεύτερη καταδίκη: Ανεπαρκής η προστασία για ασυνόδευτους ανηλίκους στο ΚΥΤ Σάμου το 2019
Η υπόθεση Τ.Α. και άλλοι κατά Ελλάδας επικεντρώθηκε στις συνθήκες διαβίωσης ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων που διέμεναν στο ΚΥΤ Σάμου το 2019. Παρότι οι αιτούντες είχαν αναγνωριστεί ως ανήλικοι και δικαιούνταν προστασία, παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό συνθήκες ακατάλληλες για παιδιά.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι ελληνικές αρχές δεν τους είχαν εξασφαλίσει – ως ασυνόδευτους ανηλίκους – τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης. Η ελληνική Κυβέρνηση από την άλλη υποστήριξε ότι το 2019 η Ελλάδα αντιμετώπιζε μια διεθνή μεταναστευτική κρίση που ασκούσε σοβαρές πιέσεις στην ικανότητά της να αντιμετωπίσει το ζήτημα αποτελεσματικά.
Σύμφωνα με έγκυρες διεθνείς και εγχώριες πηγές, η κατάσταση στο ΚΥΤ Σάμου το 2019 χαρακτηριζόταν από σοβαρό υπερπληθυσμό, έλλειψη πρόσβασης σε ιατρικές και υγειονομικές εγκαταστάσεις, ανεπαρκή παροχή τροφίμων, έλλειψη ασφάλειας και υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι συνθήκες αυτές παραβίαζαν το άρθρο 3 της Σύμβασης, καθώς δεν ανταποκρίνονταν στα πρότυπα που οφείλει να διασφαλίζει ένα κράτος μέλος της ΕΕ για την προστασία των πιο ευάλωτων, όπως είναι οι ανήλικοι πρόσφυγες.
Το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους 5.000 ευρώ σε κάθε έναν από τους αιτούντες, τονίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε να διασφαλίσει την προστασία των ανηλίκων.
Τρίτη καταδίκη: Η δίχως κανόνες προστατευτική φύλαξη ισοδυναμεί με φυλάκιση
Η τρίτη καταδίκη αφορούσε δύο αδελφές από το Αφγανιστάν, ηλικίας 16 και 17 ετών, οι οποίες έφτασαν στη Λέσβο το 2019 και αργότερα συνελήφθησαν στην Πάτρα.
Οι αιτούσες, οι οποίες διέμεναν στην Ελλάδα ως ασυνόδευτες ανήλικες, κατήγγειλαν ότι οι αρχές δεν εξασφάλισαν τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, ούτε τους παρείχαν την αναγκαία βοήθεια κατά τη διάρκεια της κράτησής τους. Μετά την σύλληψή τους, οι αδελφές τέθηκαν σε καθεστώς προστατευτικής φύλαξης στο Κέντρο Προαναχωρησιακής Κράτησης Ταύρου. Στην πράξη, οι συνθήκες κράτησης που υπήρχαν εκεί ήταν ισοδύναμες με φυλάκιση, καθώς οι ανήλικες κρατούνταν σε ένα περιβάλλον που δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες τους.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ, οι εκεί συνθήκες χαρακτηρίζονταν από σοβαρές ελλείψεις. Οι ανήλικες κρατούνταν μαζί με ενήλικες, με περιορισμένη πρόσβαση σε φυσικό φως και καθαρό αέρα, ενώ οι υγειονομικές εγκαταστάσεις ήταν προβληματικές. Η ψυχολογική κατάσταση των κοριτσιών επιδεινώθηκε λόγω των κακών συνθηκών, με αναφορές ότι η δεύτερη αδελφή εξέφρασε την επιθυμία να βλάψει τον εαυτό της.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, καθώς δεν λήφθηκαν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ηλικίας και οι ανάγκες των ασυνόδευτων κοριτσιών, παραβιάστηκε το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που απαγορεύει την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, ενώ επίσης κρίθηκε ότι υπήρξε και παραβίαση του άρθρου 5, που αφορά το δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια, δεδομένου ότι οι αιτούσες κρατήθηκαν χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες. Η ελληνική Κυβέρνηση για να αποκρούσει τους ισχυρισμούς υποστήριξε ότι η κράτηση τους σε καθεστώς προστατευτικής φύλαξης ήταν νόμιμη, όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτέλεση της κράτησης δεν ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις του νόμου.
Τελικώς, αποφασίστηκε η καταδίκη της Ελλάδας και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ύψους 7.400 ευρώ σε κάθε μία από τις αιτούσες για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.