fbpx

Ελληνική ιθαγένεια: Αντισυνταγματική η εισοδηματική εξομοίωση υγιών και ανάπηρων αλλοδαπών για την απόκτησή της (ΔΕφΑθ 31/2024)

Σε διαφορετική περίπτωση, η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας θα εξαρτιόταν από την φυσική κατάσταση και σωματική ικανότητα προς εργασία του εκάστοτε αλλοδαπού που υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης, πράγμα ανεπίτρεπτο

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Αντισυνταγματική έκρινε το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών την παράλειψη του νομοθέτη να θεσπίσει διάκριση ως προς το ύψος των εισοδηματικών κριτηρίων μεταξύ υγιών και ανάπηρων αλλοδαπών που διεκδικούν την ελληνική ιθαγένεια.

Όπως τόνισε το Δικαστήριο, η θέσπιση του ίδιου ύψους για υγιείς και ανάπηρους αλλοδαπούς εργαζόμενους, προκειμένου οι ίδιοι να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, συνιστά έμμεση διάκριση λόγω σωματικής αδυναμίας, η οποία προσβάλλει την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δεδομένου ότι συναρτά την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με την καλή φυσική κατάσταση και ακεραιότητα, καθώς και την σωματική ικανότητα για εργασία.

Εν προκειμένω, αλλοδαπός με ποσοστό αναπηρίας 67% δεν έλαβε την ελληνική ιθαγένεια, με το σκεπτικό ότι στο πρόσωπό του δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα εισοδηματικά κριτήρια. Ο ίδιος άσκησε αίτηση ακύρωσης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, η οποία έγινε δεκτή.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Ο αιτών, γεννηθείς στις 7.11.1956 στην Αλβανία, υπέβαλε το 2018 αίτηση, με την οποία ζήτησε την πολιτογράφησή του. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι από τα κατατεθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών 2016-2020 προέκυψε ότι για τα έτη 2018, 2019 και 2020 δεν διαθέτει επαρκές εισόδημα.

Την πράξη με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση πολιτογράφησής του, λόγω μη συνδρομής εισοδηματικών κριτηρίων, επεδίωξε να ανατρέψει με αίτηση ακύρωσης ισχυριζόμενος ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

Μάλιστα, ο αιτών ανέφερε ότι το έτος 1996 αναγκάστηκε, λόγω δυσμενών πολιτικών και οικονομικών συνθηκών στην χώρα του, να μετακομίσει στην Ελλάδα με την σύζυγο και τις δύο ανήλικες θυγατέρες τους, εργαζόμενος ως ψυκτικός στην Άνω Γλυφάδα από το 2001 έως το 2008, όπου διαγνώστηκε με καρκίνο της ουροδόχου κύστης και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Κατόπιν αξιολόγησής του από αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή, κρίθηκε ότι η αναπηρία του είναι σε ποσοστό αναπηρίας 80%, δυνάμει της οποίας έλαβε σύνταξη βαριάς αναπηρίας, ενώ δύο χρόνια αργότερα με γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής κρίθηκε ότι είναι ανάπηρος σε ποσοστό 67%. Τελικώς, κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων χορήγησης σύνταξης ανά διετία, αποφασίστηκε η παράταση της συνταξιοδότησής του λόγω αναπηρίας σε ποσοστό 67% από κοινή νόσο, από την 1.11.2016 και για αόριστο χρόνο, με αποτέλεσμα τα εισοδήματά του να προέρχονται πλέον μόνο από σύνταξη αναπηρίας και προνοιακά επιδόματα.

Υπό τα παραπάνω δεδομένα ισχυρίστηκε ότι η απόρριψη του αιτήματός του να λάβει την ελληνική ιθαγένεια υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο προς εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, δεδομένου ότι έχει κριθεί από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές πως δεν μπορεί να κερδίζει περισσότερο από το 1/3 του ποσού που συνήθως αποκομίζει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος. Έτσι, λοιπόν, όπως τόνισε, δεν νοείται να αξιώνεται από αυτόν να εργάζεται και να κερδίζει τον κατώτατο μισθό ενός υγιούς αμειβόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, αφού εκ του νόμου τεκμαίρεται ότι δεν μπορεί να αποκομίσει τον μισθό αυτό, με αποτέλεσμα τον ισόβιο αποκλεισμό του από την δυνατότητα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω των προβλημάτων υγείας του.

Η κρίση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο νομοθέτης οφείλει να θεσπίσει ως προϋπόθεση ελάχιστο ύψος εισοδήματος διαφορετικό για υγιείς και ανάπηρους αλλοδαπούς, σε συνάρτηση με την, κατά την κοινή πείρα, διαφορά ανάμεσα στο ύψος του εισοδήματος που αποκτάται από τις εν λόγω δύο κατηγορίες. Εντούτοις, τέτοια νόμιμη ρύθμιση δεν εισάγεται με την υπ’ αριθμ. 81/2022 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών, στο μέτρο που η εν λόγω εγκύκλιος εκφεύγει των ορίων της απλής ερμηνευτικής εγκυκλίου που εκδίδεται προς διευκρίνηση των διατάξεων των άρθρων 36-39 του Ν 4873/2021, θέτοντας αυτοτελή κανόνα δικαίου περί μειωμένου εισοδήματος, ύψους 5.500 ευρώ, για τους πιστοποιημένους με αναπηρία αλλοδαπούς.

Άλλωστε, κατά την άποψη που πλειοψήφησε στο Δικαστήριο, στην περίπτωση των ανάπηρων αλλοδαπών, η απόκτηση εισοδήματος που προβλέπεται για τους υγιείς εργαζόμενους στο ίδιο ύψος ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας συνιστά έμμεση διάκριση λόγω σωματικής αδυναμίας. Πρόκειται, όπως σημειώθηκε, για διάκριση η οποία αντίκειται στην αρχή της αξίας του ανθρώπου, καθότι συναρτά την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με την καλή φυσική κατάσταση και ακεραιότητα και την σωματική ικανότητα για εργασία και όχι με την πραγματική ενσωμάτωση των αιτούντων αλλοδαπών στην οικονομική ζωή της χώρας.

Περαιτέρω -κρίθηκε ότι- μία τέτοια ρύθμιση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο που δικαιολογεί την ομοιόμορφη απαίτηση των εισοδηματικών κριτηρίων στο ίδιο ύψος και για τους αλλοδαπούς, για τους οποίους έχει πιστοποιηθεί από τον αρμόδιο υγειονομικό φορέα ότι δεν μπορούν να κερδίζουν το ίδιο ποσό με τους αντίστοιχους υγιείς εργαζόμενους, και ως τέτοια έρχεται σε ρήξη με την αρχή της αναλογικότητας.

Συνεπώς, η υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που παρέλειψε να θεσπίσει διάκριση ως προς το ύψος των εισοδηματικών κριτηρίων μεταξύ υγιών και ανάπηρων αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια αλλοδαπών, είναι κατά παρεμπίπτουσα κρίση μη νόμιμη και, για τον λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία απέρριψε την αίτηση πολιτογράφησης του αιτούντος λόγω μη επαρκούς εισοδήματος, είναι ομοίως παράνομη και πρέπει να ακυρωθεί.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕφΑθ 31/2024

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -