fbpx

Ευρωχαστούκι σε Πολωνία για το κράτος δικαίου από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου

Ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως

Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφαση που εξέδωσε σήμερα στην υπόθεση C-718/21 | Krajowa Rada Sądownictwa έκρινε απαράδεκτη την αίτηση προδικαστικής απόφασης από δικαστικό σχηματισμό του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας, επειδή δεν αποτελεί «δικαστήριο» κατά το ενωσιακό δίκαιο.

Ιστορικό

Στην Πολωνία, οι δικαστές που επιθυμούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης υποχρεούνται να δηλώσουν τη βούλησή τους προς τούτο στο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (στο εξής: KRS). Ένας δικαστής τακτικού δικαστηρίου προσβάλλει την απόφαση του KRS να περατώσει τη διαδικασία επί της σχετικής αίτησής του. Συγκεκριμένα, το KRS έκρινε ότι η σχετική δήλωση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας. Επιληφθέν της προσφυγής του δικαστή αυτού, το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας (στο εξής: τμήμα εκτάκτου ελέγχου) υπέβαλε ερωτήματα στο Δικαστήριο ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με τις κατοχυρωμένες στο δίκαιο της Ένωσης αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών.

Απόφαση ΔΕΕ

Με την απόφασή του, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το τμήμα αυτό δεν προέρχονται από όργανο το οποίο έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου και το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, όπως απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, κρίνει τα ερωτήματα αυτά απαράδεκτα.

Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο μνημονεύει, κατ’ αρχάς, απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την οποία έχει ήδη διαπιστωθεί ότι δύο δικαστικοί σχηματισμοί του τμήματος εκτάκτου ελέγχου δεν έχουν συσταθεί νομίμως και δεν είναι ανεξάρτητοι. Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι οι διορισμοί των μελών των εν λόγω δικαστικών σχηματισμών είχαν πραγματοποιηθεί κατά πρόδηλη παράβαση θεμελιωδών εθνικών κανόνων που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των δικαστών.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε το 2017 η μεταβολή στη σύνθεση του KRS κλόνισαν την ανεξαρτησία του έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, επηρεάζοντας κατά τον τρόπο αυτό την ικανότητά του να προτείνει ανεξάρτητους και αμερόληπτους υποψηφίους για θέσεις δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο. Επιπλέον, οι συγκεκριμένοι δικαστές είχαν διοριστεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας βάσει απόφασης του KRS της οποίας τα αποτελέσματα, κατά τον χρόνο του διορισμού τους, είχαν ανασταλεί από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πολωνίας εν αναμονή της εξέτασης της νομιμότητας της απόφασης αυτής. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πολωνίας ακύρωσε τελικά την προαναφερθείσα απόφαση.

Το Δικαστήριο αντιπαραβάλλει τις διαπιστώσεις και τις εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Πολωνίας με τη δική του νομολογία σχετικά με τις προϋποθέσεις διορισμού δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας. Εντεύθεν συνάγει ότι ο συνδυασμός διαφόρων στοιχείων που διέκριναν τον διορισμό των δικαστών που συγκροτούν τον δικαστικό σχηματισμό ο οποίος υπέβαλε τα ερωτήματα της υπό κρίση υπόθεσης μπορεί να προκαλέσει στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστών αυτών και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες σε μια δημοκρατική κοινωνία και σε ένα κράτος δικαίου. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -