«Όχι» στην προσφυγή επιχειρηματία, ο οποίος ζητούσε την ακύρωση της φορολογικής επιβάρυνσης ύψους περίπου 126.000 ευρώ για το οικονομικό έτος 2012, λόγω λήψης εικονικών τιμολογίων, είπε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με πρόσφατη απόφασή του (ΤρΔΠρΘεσ 118/2025).
Η υπόθεση ξεκίνησε έπειτα από φορολογικό έλεγχο, ο οποίος διαπίστωσε ότι η εκδότρια επιχείρηση δεν διέθετε προσωπικό, εγκαταστάσεις ή εμπορική δραστηριότητα, ενώ οι καταγεγραμμένες συναλλαγές βασίζονταν σε ανακύκλωση χρημάτων.
Ο έλεγχος προκλήθηκε από δελτίο πληροφοριών της Δ.Ο.Υ. Ζ’ Θεσσαλονίκης, το οποίο ανέφερε εκτεταμένη έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Από την έρευνα προέκυψε ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν είχε πραγματοποιήσει αγορές πρώτων υλών, δεν λειτουργούσε στις δηλωθείσες έδρες της και δεν είχε υποβάλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ για τα έτη 2011 και 2012. Παράλληλα, η ανάλυση τραπεζικών συναλλαγών αποκάλυψε ότι τα ποσά που κατατίθεντο, αναλαμβάνονταν άμεσα, χωρίς πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Βάσει αυτών, η φορολογική αρχή έκρινε ότι το σύνολο των τιμολογίων, που είχε λάβει ο προσφεύγων ήταν εικονικό, εκδίδοντας πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος. Η τελική φορολογική επιβάρυνση ανήλθε σε 125.907,59 ευρώ, εκ των οποίων 54.619,42 ευρώ αφορούσαν διαφορά κύριου φόρου, 65.543,30 ευρώ πρόσθετο φόρο λόγω ανακρίβειας και 5.744,87 ευρώ διαφορά εισφοράς αλληλεγγύης.
Η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα εικονικά φορολογικά στοιχεία
Θέση στο ζήτημα έχει πάρει, βεβαίως, το Συμβούλιο της Επικρατείας με πάγια νομολογία. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας, όταν η φορολογική αρχή αποδίδει σε επιτηδευματία την παράβαση της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου, οφείλει να αποδείξει ότι η συναλλαγή είτε δεν πραγματοποιήθηκε, είτε δεν έγινε, όπως εμφανίζεται στο φορολογικό στοιχείο.
Η απόδειξη της εικονικότητας μπορεί να στηριχθεί στο γεγονός ότι ο εκδότης του στοιχείου είναι είτε φορολογικά ανύπαρκτος (δεν έχει δηλώσει έναρξη επιτηδεύματος, ούτε έχει θεωρήσει φορολογικά στοιχεία), είτε συναλλακτικά ανύπαρκτος (δεν ασκεί πραγματική εμπορική δραστηριότητα στον συγκεκριμένο κλάδο). Αν η φορολογική αρχή αποδείξει την εικονικότητα του τιμολογίου, ο λήπτης απαλλάσσεται μόνο αν αποδείξει ότι η συναλλαγή έγινε πραγματικά, όπως ακριβώς αναφέρεται στο φορολογικό στοιχείο.
Αν αποδειχθεί ότι η συναλλαγή δεν υπήρξε, επειδή ο εκδότης του τιμολογίου δεν είχε πραγματική εμπορική δραστηριότητα, δεν εξετάζεται η καλή πίστη του λήπτη. Το δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, να τα συνεκτιμήσει λογικά και, αν παραμένουν αμφιβολίες, να κατανείμει το βάρος απόδειξης, σύμφωνα με τον νόμο.
Η δικαστικώς μάταιη αντίδραση του επιχειρηματία
Ο επιχειρηματίας, επικαλούμενος ότι δεν είχε λάβει νόμιμη ενημέρωση για τη διαδικασία, καθώς τα σχετικά έγγραφα κοινοποιήθηκαν αποκλειστικά μέσω Taxisnet, καθώς και ότι δεν μπόρεσε να προσκομίσει έγκαιρα τα ζητούμενα παραστατικά λόγω ανωτέρας βίας, άσκησε ενδικοφανή προσφυγή στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, η οποία απορρίφθηκε σιωπηρώς.
Στη συνέχεια, η προσφυγή του απορρίφθηκε και από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο διατύπωσε κρίσιμα συμπεράσματα. Καταρχάς, έκρινε ότι η ηλεκτρονική κοινοποίηση των φορολογικών πράξεων μέσω Taxisnet είναι έγκυρη, καθώς το σύστημα διασφαλίζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου και το δικαίωμα του φορολογουμένου στην πληροφόρηση. Παράλληλα, απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο ισχυρισμός περί ανωτέρας βίας, καθώς η δυσχέρεια ανάγνωσης και γραφής δεν συνιστά γεγονός απρόβλεπτο που δεν θα μπορούσε να ξεπεραστεί με τη δέουσα επιμέλεια. Το δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων δεν ζήτησε παράταση της προθεσμίας και, ακόμα και μετά τη λήξη της, προσκόμισε μόνο ορισμένα από τα ζητούμενα στοιχεία.
Επιπλέον, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ότι οι συναλλαγές ήταν πραγματικές, καθώς δεν παρουσιάστηκαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Τα προσκομισθέντα τραπεζικά καταθετήρια δεν ανέφεραν αριθμούς τιμολογίων, τα ποσά δεν αντιστοιχούσαν στις συναλλαγές, ενώ δεν υπήρχαν στοιχεία για τη φυσική μεταφορά των εμπορευμάτων.
Τελικώς, η φορολογική αρχή τεκμηρίωσε επαρκώς την εικονικότητα των συναλλαγών, κάτι που ο επιχειρηματίας δεν κατάφερε να ανατρέψει, οδηγώντας το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στην επικύρωση της σε βάρος του φορολογικής επιβάρυνσης.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΤρΔΠρΘεσ 118/2025