Στην πρόσφατη απόφαση 1532/2024, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών κλήθηκε να αναλύσει τη θεματική της προσβολής της προσωπικότητας, όπως και της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με αφορμή τη χρήση ηλεκτρονικών δημοσιευμάτων εξηγμένων από ηλεκτρονικά αρχεία εφημερίδων από τον εναγόμενο, ως αποδεικτικά στοιχεία σε πληθώρα δικών με τον ενάγοντα (εν μέσω της πολύχρονης αντιδικίας τους), με το περιεχόμενο των οποίων να μη σχετίζεται παντελώς με τις αρχικές υποθέσεις.
Πραγματικά περιστατικά
Ο ενάγων διετέλεσε διπλωμάτης στην Ελλάδα μέχρι το 2015, ενώ ο εναγόμενος είναι επιχειρηματίας στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Οι τριβές στην σχέση των δύο διαδίκων είχε εκκινήσει ήδη από το 2003, οπότε και ξεκίνησε μια παρατεταμένη δικαστική αντιδικία, με αφορμή τις ανακύπτουσες διαφωνίες σχετικά με τη διαχείριση πολυώροφης πολυκατοικίας στην οποία είναι συνιδιοκτήτες.
Στο παρελθόν είχαν δημοσιευτεί δύο άρθρα σε μέσα ενημέρωσης, τα οποία έκαναν αναφορά στο πρόσωπό του ενάγοντος και περιείχαν ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα περιείχαν πληροφορίες για την αποπομπή του από τη θέση του, για ποινικές καταδίκες για τέλεση οικονομικών εγκλημάτων και σεξουαλική παρενόχληση νέων ανδρών.
Ο εναγόμενος, με αφορμή την δικαστική τους διαμάχη, αναζήτησε στο διαδίκτυο και βρήκε τα δύο ως άνω δημοσιεύματα, τα ανέσυρε από το αρχείο των δύο παραπάνω εντύπων, το οποίο τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή και αφού τα έδωσε για επίσημη μετάφραση, προσκόμισε ακριβές αντίγραφο αυτών, νόμιμα επικυρωμένο από τον τότε πληρεξούσιο δικηγόρο του σε άσχετες μεταξύ τους δικαστικές υποθέσεις. Μία εξ αυτών αυτών ήταν και η δίκη της 11-5-2017 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο τότε ενάγων και νυν εναγόμενος διεκδικούσε αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη της επιχείρησής του – η οποία είχε ήδη απορριφθεί.
O ενάγων ισχυρίστηκε ότι τα ως άνω δημοσιεύματα χρησιμοποιήθηκαν κακόβουλα από τον εναγόμενο στις δικαστικές τους διαμάχες, καθώς δεν είχαν καμία σχέση με τα επίδικα ζητήματα των υποθέσεων τους και, επομένως, η χρήση τους αποσκοπούσε αποκλειστικά στην προσβολή της τιμής, της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειάς του.
Επιπλέον, ο ενάγων υποστήριξε ότι τόσο η συλλογή των εν λόγω δημοσιευμάτων, όσο και η διαβίβασή τους στις διοικητικές αρχές – χωρίς την προηγούμενη απαραίτητη άδεια από την αρμόδια Αρχή Προστασίας Δεδομένων και τη συγκατάθεση του ενάγοντος – αποτελούν παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ζητώντας από τον εναγόμενο να του καταβάλει για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €) για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί. Τελικώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 63/2023 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
Ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος
Ο εναγόμενος, στον δεύτερο βαθμό, πρόβαλε με την σειρά του, την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος (281 ΑΚ), υποστηρίζοντας ότι η υπό κρίση αγωγή αποτελεί μέρος της πολυετούς αντιδικίας μεταξύ τους για άσχετη αιτία. Παράλληλα, ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι ο τέως διπλωμάτης είχε ασκήσει πολλές αγωγές κατά τη διάρκεια της αντιδικίας, επικαλούμενος συνεχώς τα ίδια δημοσιεύματα σε διάφορες δίκες, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σύνδεση μεταξύ των υποθέσεων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν τα δημοσιεύματα και της παρούσας αγωγής. Τέλος ισχυρίστηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος για χρηματική ικανοποίηση στόχευσε στην πραγματικότητα στον πλουτισμό του ενάγοντος, γεγονός που αντιβαίνει στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος.
Κρίση Εφετείου
Το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς περί παράβασης των αρχών της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο εναγόμενος συνομολόγησε ήδη στη χρήση των δημοσιευμάτων σε όλες τις προηγούμενες δίκες ως αποδεικτικά μέσα, η παράβαση των αναφερομένων στη μείζονα σκέψη των διατάξεων τελείται εκ νέου σε κάθε επίκληση και προσκομιδή αυτών, σε περίπτωση που κριθεί επί της ουσίας ότι αυτά αποτελούν προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος.
Επίσης, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η μακρά αδράνεια του ενάγοντος δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του. Σύμφωνα με τη νομολογία, η μακρά αδράνεια από μόνη της δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που θα έκαναν την άσκηση αυτή αδικαιολόγητη ή υπέρμετρα επαχθή για τον εναγόμενο. Στην παρούσα υπόθεση δεν αποδεικνύονταν τέτοιες ειδικές συνθήκες: Ο εναγόμενος είχε ομολογήσει ότι υπάρχει πλήθος αγωγών και μηνύσεων που έχουν ασκηθεί από τον ενάγοντα εναντίον του, γεγονός που κατάρριπτει το επιχείρημα ότι ο εναγόμενος είχε την εντύπωση πως ο ενάγων δεν θα ασκήσει το συγκεκριμένο δικαίωμα.
Επί της ουσίας, το δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997, τα αρχεία εφημερίδων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα θεωρούνται σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διαρθρωμένα με κριτήρια όπως ο τίτλος, η ημερομηνία κυκλοφορίας και ο αριθμός του φύλλου. Αυτά ακριβώς είναι τα που κριτήρια επιτρέπουν την πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα που έχουν δημοσιευτεί.
Ερχόμενοι στην παρούσα υπόθεση, ο εναγόμενος είχε πράγματι ανασύρει δύο δημοσιεύματα από ηλεκτρονικό αρχείο εντύπων, τα μετέφρασε μέσω επίσημων αρχών και τα προσκόμισε σε δικαστικές διαδικασίες χωρίς τη συγκατάθεση του ενάγοντος και χωρίς να έχει λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση αυτών των δημοσιευμάτων συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. δ1 του ν. 2472/1997. Η επεξεργασία αυτή ήταν παράνομη, δεδομένου ότι αφορούσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, και δεν αποδείχθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί επιτρεπτή σύμφωνα με το άρθρο 7 του νόμου.
Το δικαστήριο απέρριψε και τον ισχυρισμό του εναγόμενου περί ανάγκης προσκόμισης των δημοσιευμάτων στο πλαίσιο της δικής του δικαστικής υπεράσπισης, θεωρώντας ότι ο πραγματικός σκοπός της επεξεργασίας των δεδομένων ήταν η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος.
Τελικώς έκανε δεκτή την αίτηση του ενάγοντος, με το σκεπτικό ότι η χρήση των δημοσιευμάτων σε άσχετες δικαστικές υποθέσεις συνιστούσε προσβολή της τιμής και της υπόληψής του, προκαλώντας του ψυχική αναστάτωση, στενοχώρια και ηθική βλάβη, επιδικάζοντάς του το ποσό των 3.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη.