Την καταδίκη της Τουρκίας αποφάσισε την προηγούμενη εβδομάδα το Δικαστήριο του Στρασβούργου επειδή μια φοιτήτρια Nομικής και δημοσιογράφος, λίγες ημέρες μετά την απόπειρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος το καλοκαίρι του 2016, προφυλακίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς βάσιμους λόγους, καθότι σύμφωνα με τις εθνικές αρχές ήταν ύποπτη για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, υπόνοια για την οποία και καταδικάστηκε. Τελικώς το ΕΔΔΑ, αναγνώρισε ότι παραβιάστηκε η προσωπική της ελευθερία και ασφάλεια, όπως και το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης (υπόθεση Parıldak κατά Τουρκίας, αρ. προσφυγής 66375/17).
Ιστορικό
Η προσφεύγουσα, Ayşenur Parıldak, είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1990. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν τεταρτοετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Από το 2012 έως το 2016, εργάστηκε ως συντάκτρια σε θέματα Δικαιοσύνης στην εφημερίδα Zaman – εφημερίδα η οποία, ενόσω λειτουργούσε, εθεωρείτο βασικός εκδοτικός βραχίονας των γκιουλενιστών. Η εφημερίδα «έκλεισε» μετά την έκδοση νομοθετικού διατάγματος, στις 27 Ιουλίου 2016, στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Τον Αύγουστο του 2016, η Διεύθυνση Ασφαλείας της Άγκυρας έλαβε μια ανώνυμη πληροφορία που ανέφερε: «Η Ayşenur Parıldak, η οποία δίνει πληροφορίες στον Fuat Avni και ακολουθείται από αυτόν τον λογαριασμό στο Twitter, έχει τις βαλίτσες της έτοιμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Άγκυρας και πρόκειται να φύγει μετά τις τελευταίες εξετάσεις της».
Την επόμενη ημέρα η Parıldak συνελήφθη και τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση. Στις 11 Αυγούστου 2016 η προσφεύγουσα, η οποία ήταν ύποπτη για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, οδηγήθηκε σε ανακριτή της Άγκυρας, ο οποίος διέταξε την προφυλάκισή της. Ο ίδιος αιτιολόγησε την απόφασή του με το σκεπτικό ότι υπήρχε συνεχής απειλή λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ποια στοιχεία τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε εύλογη υποψία που να δικαιολογεί την προφυλάκιση της προσφεύγουσας. Οι εφέσεις της προσφεύγουσας κατά των αποφάσεων παράτασης της προφυλάκισής της απορρίφθηκαν.
Εν συνεχεία, τον Νοέμβριο του 2017, η Parıldak καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά ετών και έξι μηνών για συμμετοχή σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση. Το δικαστήριο στήριξε, μεταξύ άλλων, την απόφασή του στις αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο γεγονός ότι είχε ανταλλάξει προσωπικά μηνύματα με τον ιδιοκτήτη του λογαριασμού με το ψευδώνυμο «fuatavni» στο Twitter, ένας λογαριασμός που εκείνη την εποχή διέδιδε πολιτικά ευαίσθητες πληροφορίες και σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές ανήκε σε ηγετικό μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης.
Η καταδίκη της κατέστη τελεσίδικη τον Δεκέμβριο του 2018, ενώ η προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Εν συνεχεία, προσέφυγε στο Δικαστήριο του Στρασβούργου επικαλούμενη ιδίως την παραβίαση των άρθρων 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια) και 10 (ελευθερία έκφρασης) της Σύμβασης.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σημείωσε ότι κάθε στέρηση της ελευθερίας πρέπει να συνάδει με τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 5 της Σύμβασης: την προστασία του ατόμου από αυθαίρετες κρατικές ενέργειες. Ειδικότερα, αποτελεί θεμελιώδη αρχή ότι καμία αυθαίρετη κράτηση δεν μπορεί να είναι συμβατή με το άρθρο 5 παρ. 1, η δε έννοια της «αυθαιρεσίας» στο οικείο άρθρο υπερβαίνει τη μη συμμόρφωση με το εθνικό δίκαιο, καθότι μια στέρηση της ελευθερίας μπορεί να είναι νόμιμη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενδέχεται όμως να είναι αυθαίρετη και συνεπώς αντίθετη προς τη Σύμβαση.
Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι, μολονότι πρέπει να υπάρχουν βάσιμες υποψίες κατά τη σύλληψη και την αρχική κράτηση, πρέπει ταυτόχρονα να αποδεικνύεται, σε περίπτωση παράτασης της κράτησης, ότι οι υποψίες εξακολουθούν να υφίστανται και ότι εξακολουθούν να βασίζονται σε «βάσιμους λόγους» καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησης.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο, χωρίς να παραγνωρίζει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Τουρκία μετά την απόπειρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 και την καλλιέργεια ενός κλίματος ευρύτερης καχυποψίας, υπογράμμισε ότι ούτε ο ανακριτής που διέταξε την προφυλάκιση της προσφεύγουσας ούτε οι δικαστές που αποφάσισαν την παράταση της κράτησής της δημοσιογράφου ανέφεραν στις αποφάσεις τους τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι, ακόμη και στο σύνολό τους, τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν τα εθνικά δικαστήρια για την προφυλάκιση αλλά και την παράταση αυτής σε βάρος της προσφεύγουσας στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απλές και αυθαίρετες εικασίες και όχι βάσιμες υποψίες.
Όσον αφορά τις δημόσιες τοποθετήσεις της, το Δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο για παρεμβάσεις οι οποίες εξέφραζαν τις απόψεις της προσφεύγουσας σχετικά με φλέγοντα θέματα εκείνη την εποχή, με προεξάρχουσα περίπτωση την απόπειρα του πραξικοπήματος. Μάλιστα, σημειώθηκε ότι, τα εν λόγω θέματα αποτέλεσαν αντικείμενο σημαντικών δημόσιων συζητήσεων στην Τουρκία και σε ολόκληρο τον κόσμο, συζητήσεων στις οποίες συμμετείχαν πολιτικά κόμματα, ο Τύπος, μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά και φορείς της κοινωνίας των πολιτών.
Οι δημοσιεύσεις της προσφεύγουσας παρέμεναν εντός των ορίων της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία απαιτεί το δικαίωμα του κοινού να ενημερώνεται με διαφορετικές οπτικές γωνίες και προσεγγίσεις, ιδίως όταν τίθενται στη δημόσια σφαίρα ακανθώδη ζητήματα.
Περαιτέρω, λοιπόν, κρίθηκε ότι οι δημοσιεύσεις δεν περιείχαν προτροπή για τη διάπραξη τρομοκρατικών εγκλημάτων, καμία υποστήριξη της βίας ή οποιαδήποτε ενθάρρυνση για εξέγερση κατά των εθνικών αρχών. Αν και είναι αλήθεια ότι ορισμένα από τα εν λόγω δημοσιεύματα περιείχαν έντονη κριτική στην κυβέρνηση, κανένα από τα μηνύματα δεν θα μπορούσε εύλογα να ερμηνευθεί ως αποδεικτικό της ύπαρξης σχέσης μεταξύ της προσφεύγουσας και μιας τρομοκρατικής οργάνωσης ή ως έκφραση υποστήριξης του πραξικοπήματος. Ο φάκελος της υπόθεσης, άλλωστε, έδειξε ότι η προσφεύγουσα δημοσίευσε επίσης άρθρα στα οποία αντιτάχθηκε στο ενδεχόμενο πραξικοπήματος.
Το Δικαστήριο έκρινε συνεπώς ότι, στο σύνολό τους, οι δημοσιεύσεις, παρόλο που εξέφραζαν έντονη κριτική, παρέμεναν σε κάθε περίπτωση εντός των ορίων της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία ενισχύει το δικαίωμα του κοινού να ενημερώνεται με διαφορετικές οπτικές γωνίες και προσεγγίσεις, ιδίως όταν τίθενται στη δημόσια σφαίρα ακανθώδη ζητήματα.
Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η συνεχιζόμενη προφυλάκιση κρίσιμων φωνών έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες, τόσο για το άτομο που κρατείται όσο και για την κοινωνία στο σύνολό της. Η λήψη ενός μέτρου σε τέτοιες περιστάσεις που οδηγεί σε στέρηση της ελευθερίας, όπως συνέβη εν προκειμένω, έχει αναπόφευκτα αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην ελευθερία της έκφρασης, δεδομένου ότι μια τέτοια απόφαση έχει ως αποτέλεσμα τον εκφοβισμό των μελών της κοινωνίας των πολιτών και τη φίμωση αντίθετων φωνών.
Κατόπιν τούτων, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Τουρκία για παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία και την ασφάλεια καθώς και για παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, επιδικάζοντας στην προσφεύγουσα το ποσό των 22.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕΔΔΑ προσφ. 66375/17, απόφ. της 19.3.2024
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Ελευθερία της έκφρασης και ΕΣΔΑ