fbpx

Καρατόμηση ιατρού για «φακελάκι» – Υποστήριξε ότι το μπέρδεψε με εξετάσεις του ασθενούς (ΣτΕ 94/2024)

Το 91% των Ελλήνων θεωρεί τη δωροδοκία εξαιρετικά διαδεδομένη στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωβαρόμετρου

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Το «φακελάκι» είναι μια πτυχή εδραιωμένης διαφθοράς που γνωρίζει, ιδίως στη χώρα μας, σοβαρή άνθηση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στα μάτια ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης η δωροδοκία θεωρείται ιδιαίτερα δημοφιλής για την λήψη γρήγορων και αξιόπιστων ιατρικών υπηρεσιών. Μάλιστα, ιδιαίτερη έκπληξη προξενεί πρόσφατη έκθεση του Ευρωβαρόμετρου, η οποία αποτυπώνει ότι το 91% των Ελλήνων θεωρεί τη δωροδοκία εξαιρετικά διαδεδομένη στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.

Η Δικαιοσύνη, ασφαλώς, δεν είναι αμέτοχη απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Μια τέτοια πρόσφατη περίπτωση απασχόλησε, μετά από μια μακρόσυρτη ποινική και πειθαρχική διαδικασία, το Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο έκρινε ότι ο ιατρός που έλαβε «φακελάκι» σε δημόσιο νοσοκομείο της χώρας, περιέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας. Συνεπώς, η ποινή της οριστικής παύσης ήταν, σύμφωνα με το ΣτΕ, η πλέον κατάλληλη.

Ιστορικό

Ο προσφεύγων, ιατρός ορθοπεδικός, Διευθυντής της Β′ Ορθοπεδικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Αττικής συνελήφθη κατηγορούμενος για δωροληψία υπαλλήλου. Αφού οδηγήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε σε δίκη. Το Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο, χωρίς ελαφρυντικά, για την πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου και επέβαλε σε βάρος του την ποινή της τριετούς φυλάκισης καθώς και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ, με τριετή αναστολή της εκτέλεσης της ποινής της φυλάκισης.

Εν τω μεταξύ, με απόφαση του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου που υπηρετούσε επιβλήθηκε σε βάρος του ιατρού το μέτρο της αναστολής άσκησης καθηκόντων για 30 ημερολογιακές ημέρες. Σε συνέχεια σχετικού ερωτήματος του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών του ΕΣΥ γνωμοδότησε ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν τη θέση του προσφεύγοντος σε καθεστώς αργίας για διάστημα έξι μηνών. Η γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτή με απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας και ο προσφεύγων τέθηκε σε καθεστώς δυνητικής αργίας για διάστημα έξι μηνών. Παράλληλα, με νεότερες αποφάσεις παρατάθηκε η θέση του προσφεύγοντος σε καθεστώς αργίας από τη λήξη της προηγούμενης για έξι μήνες και ένα έτος, αντιστοίχως, και για διάστημα δύο ετών συνολικώς.

Εν συνεχεία, ο προσφεύγων ιατρός κατά την απολογία του ενώπιον του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου αρνήθηκε ότι ζήτησε χρήματα από τον ασθενή, υποστήριξε δε ότι παρέλαβε «ασυναίσθητα» τον επίμαχο φάκελο, νομίζοντας ότι περιείχε τις εξετάσεις του ασθενούς, ενώ η πόρτα του γραφείου του ήταν ανοιχτή. Υποστήριξε επίσης ότι στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν απάντησε «λανθασμένα» λόγω του πανικού του ότι έλαβε τα χρήματα για να χειρουργήσει τον ασθενή, ότι δεν θα μπορούσε να λάβει χρήματα για μία επέμβαση που δεν θα έκανε ο ίδιος λόγω της άδειας στην οποία βρισκόταν και ότι η σύζυγος του ασθενούς λόγω του εκνευρισμού της από τις καθυστερήσεις και τις αναβολές της χειρουργικής επέμβασης, που δεν οφείλονταν στον ίδιο, υπέβαλε την καταγγελία ως πράξη αντεκδίκησης. Τελικώς, το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών του ΕΣΥ κήρυξε ομόφωνα ένοχο τον προσφεύγοντα καταλογίζοντάς του μεταξύ άλλων το παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος, ενώ με απόφαση του Υφυπουργού Υγείας ο προσφεύγων τέθηκε σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας.

Ο ιατρός άσκησε έφεση σε βάρος της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Εφετείο Αθηνών. Κατά της τελευταίας εφετειακής απόφασης ο ιατρός άσκησε αίτηση αναιρέσεως, η οποία έγινε δεκτή με την 123/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι: «το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη, από τις […] διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την υπόσταση της αξιόποινης πράξης της δωροληψίας υπαλλήλου, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων».

Η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας

Η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας το οποίο, κατά την εκδίκαση της προσφυγής του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ειδικότερα προβαίνει σε ιδία διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και την υπαγωγή τους στον κατάλληλο κανόνα δικαίου.

Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας, συνεκτιμώντας εν προκειμένω το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, σημείωσε ότι με την αναιρετική απόφαση δεν εθίγη η αιτιολογία της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία αποδείχθηκαν πλήρως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι ο προσφεύγων ζήτησε και έλαβε από τη σύζυγο του ασθενούς το επίδικο χρηματικό ποσό – ενέργεια που αποτέλεσε και τη βάση των αποδοθέντων στον προσφεύγοντα πειθαρχικών παραπτωμάτων. Για τον λόγο αυτό έκρινε ότι αν και η πειθαρχικώς επιλήψιμη συμπεριφορά του προσφεύγοντος ναι μεν δεν συνιστά το αποδοθέν σ’ αυτόν πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, πλην όμως στοιχειοθετείται -κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό των ως άνω διαπιστωθέντων από το Δικαστήριο πραγματικών περιστατικών- το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας.

Συμπερασματικά, δεδομένης της σοβαρότητας του εν λόγω πειθαρχικού παραπτώματος και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε, κρίθηκε ότι η επιβληθείσα σ’ αυτόν από το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης είναι η πλέον ενδεδειγμένη.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΣτΕ 94/2024

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -