Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση του κατηγορούμενου για αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών για τέλεση ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει προηγουμένως την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου σύννομου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.
Πραγματικά Περιστατικά
Ο κατηγορούμενος, υπάλληλος Δήμου, διέμενε με τη σύζυγό του και το γιο τους σε μία πολυκατοικία στην Αττική. Εκεί γνώρισε τον γείτονα του και θύμα, που διέμενε με την αδελφή του, η οποία παρουσίαζε άνοια και κινητικά προβλήματα. Οι δύο άνδρες είχαν στενές σχέσεις καθώς ο Κ. Κ. δάνειζε συχνά μικροποσά στον κατηγορούμενο λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που βίωνε εξαιτίας της λήψης τραπεζικών δανείων, της αλόγιστης χρήσης πιστωτικών καρτών και γενικά της κακοδιαχείρισης των οικονομικών τους.
Στο πέρασμα του χρόνου, ο κατηγορούμενος βοηθούσε την αδελφή του Κ. Κ., και ο τελευταίος έχοντας ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στον κατηγορούμενο, αποφάσισε να του δώσει τα κλειδιά του διαμερίσματός του για όσο θα απουσίαζε στην εργασία του. Μετά το θάνατο της αδελφής του, ο Κ. Κ. είπε στον κατηγορούμενο να κρατήσει τα κλειδιά για έκτακτη ανάγκη. Λίγο καιρό αργότερα, το θύμα έκρυψε 27.000 ευρώ, 79 χρυσές λίρες και κοσμήματα της αδελφής του εντός του πλυντηρίου του διαμερίσματός του και κάποια μέρα ο Κ. Κ. ζήτησε από τον κατηγορούμενο να βοηθήσει να ανασύρει τη σακούλα με τα χρήματα καθώς κωλυόταν μόνος του. Έτσι, ο κατηγορούμενος έμαθε για την κρύπτη και, ευρισκόμενος σε απελπισία οικονομικά, αποφάσισε να αφαιρέσει και να ιδιοποιηθεί παράνομα τα ξένα χρήματα και τιμαλφή. Μέσα σε ένα μήνα, ο κατηγορούμενος μπήκε επανειλημμένα στο διαμέρισμα του Κ. Κ., αφαιρώντας 17.500 ευρώ, όλες τις χρυσές λίρες και κοσμήματα αξίας.
Όταν το θύμα αντιλήφθηκε την κλοπή, την κατήγγειλε στο Τμήμα Ασφάλειας και κατονόμασε ως δράστη τον κατηγορούμενο, ως τον μοναδικό με πρόσβαση στην κρυψώνα. Πάραυτα, ο κατηγορούμενος ομολόγησε την κλοπή μπροστά στον Κ. Κ. και δύο φίλους του, υπογράφοντας έγγραφο, στο οποίο υποσχόταν να επιστρέψει τις λίρες και 10.000 ευρώ εντός 5 ημερών. Παρά την ομολογία, αθέτησε την υπόσχεσή του, επιστρέφοντας μόνο ένα μικρό ποσό και λίγες λίρες, με τη διαρκή υπόσχεση να αποπληρώσει το υπόλοιπο, κάτι που δεν έκανε λόγω της κακής οικονομικής του κατάστασης.
Τον Απρίλιο του 2014, αφού ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε το θύμα και ζήτησε νέα παράταση για την εξόφληση του χρέους του λαμβάνοντας αρνητική απάντηση, εκκίνησε λεκτικός διαπληκτισμός μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια του καυγά, ο κατηγορούμενος άρπαξε ένα μεταλλικό κηροπήγιο και χτύπησε επανειλημμένα το θύμα στο κεφάλι ενώ στη συνέχεια, άρπαξε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και τον χτύπησε έξι φορές στον τράχηλο και δύο φορές στο θώρακα, προκαλώντας του σοβαρές βλάβες που οδήγησαν στον ακαριαίο θάνατό του. Αμέσως ξεφορτώθηκε τα «φονικά εργαλεία» και την επόμενη μέρα αποφάσισε να παραδοθεί στις αρχές – συνελήφθη και κρατείται μέχρι σήμερα.
Συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων
Το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου είχε ζητήσει τότε την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου συννόμου βίου (84 παρ.2 εδ.α’ΠΚ) και της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (84 παρ.2 εδ. ε ΠΚ). Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι όλο το διάστημα μέχρι την τέλεση των αδικημάτων, ο κατηγορούμενός έζησε ένα καθ’ όλα σύννομο βίο, μη παρουσιάζοντας κάποια καταδίκη στο ποινικό του μητρώο, όντας ένας τυπικός δημοτικός υπάλληλος, έντιμος οικογενειάρχης, διαχειριστής της πολυκατοικίας του, με ενδιαφέρον για τους γείτονές του, όπως η αδελφή του θύματος. Συνέχισε αναφέροντας ότι, μετά την τέλεση των αδικημάτων, ο κατηγορούμενος δεν υπέπεσε ξανά σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, τηρώντας πιστά τους σωφρονιστικούς κανόνες, ζώντας αρμονικά με συγκατηγορούμενους, και τέλος υποδεικνύοντας εργατικότητα καθώς εργαζόταν ως υπεύθυνος του κυλικείου των σωφρονιστικών υπαλλήλων για οχτώ χρόνια. Το Δικαστήριο ουσίας, μετά από παράθεση νομικής σκέψης, απέρριψε ως αβάσιμους τους άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Το σκεπτικό του Αρείου Πάγου
Ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση, προβάλλοντας ως λόγο την απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων επί τη βάσει έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση ελαφρυντικών.
Ο ΑΠ έκρινε αβάσιμους τους λόγους αναίρεσης, τονίζοντας ότι το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη των ελαφρυντικών, χωρίς αντιφάσεις, ασάφειες ή λογικά κενά. Συγκεκριμένα, για την αποδόμηση του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου, ανέφερε ότι από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ουδόλως σύννομα έζησε, αφού πριν από την τέλεση της ανθρωποκτονίας, είχε τελέσει επανειλημμένα το ποινικό αδίκημα της κλοπής, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη του θύματος, ενώ για χρόνια δεν εκπλήρωνε τις συμβατικές υποχρεώσεις του από τα τραπεζικά δάνεια που είχε λάβει, βουλιάζοντας στα χρέη. Επομένως καταλήγει ότι παρά την επίκληση λευκού ποινικού μητρώου, η συμπεριφορά του αποδεικνύει την αδυναμία συμμόρφωσης με τη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας και έλλειψη σεβασμού σε έννομα αγαθά προστατευόμενα από το ποινικό και αστικό δίκαιο. Η αναφορά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στη διάπραξη κλοπής από τον κατηγορούμενο, πράξη η οποία είχε παραγραφεί, δεν μετακυλίει το βάρος απόδειξης και δεν θίγει το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη του κατηγορούμενου.
Τέλος, για την απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, ο ΑΠ έκρινε ότι η συμμόρφωση του κατηγορουμένου με τους σωφρονιστικούς κανόνες, η εργασία του στην φυλακή, και η απουσία πειθαρχικών παραπτωμάτων δεν αρκούν ως λόγοι για να δείξουν ειλικρινή ψυχοβουλητική μεταστροφή και ουσιαστική σωφρονιστική βελτίωση, λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψιν ότι η κατοχή θέσης στο κυλικείο προς εξυπηρέτηση των σωφρονιστικών υπαλλήλων αποτέλεσε λόγο δημιουργίας ενός προστατευτικού περιβάλλοντος για αυτόν, συγκριτικά με τις δυσμενέστερες συνθήκες διαβίωσης άλλων κατηγορούμενων. Επισημαίνεται ότι για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού απαιτείται η επίδειξη ενδεικτικής προσωπικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, μίας ολοκληρωτικής αλλαγής στάσης ζωής και όχι μόνον έλλειψη έκνομης συμπεριφοράς (ΑΠ 874/2022).
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΑΠ (Ποιν) 851/2023