fbpx
Σάββατο, 6 Ιουλίου, 2024

Ληξιπρόθεσμες οφειλές: «Στοπ» σε τράπεζα που κυνήγησε εγγυητή – Της στοίχισε η βαριά αμέλεια (ΜΠρΡοδοπ 20/2024)

Η τράπεζα εξαιτίας βαριάς αμέλειας δεν εξασφάλισε την οφειλή με εμπράγματη ασφάλεια στην ακίνητη περιουσία του πρωτοφειλέτη

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης με μια ενδιαφέρουσα απόφαση «ανέτρεψε» πρόσφατα τα σχέδια τράπεζας η οποία επεδίωξε να εισπράξει ληξιπρόθεσμη οφειλή μέσω εγγυητή. Όπως αποδείχθηκε, η τράπεζα εξαιτίας βαριάς αμέλειας δεν εξασφάλισε την οφειλή με εμπράγματη ασφάλεια στην ακίνητη περιουσία του πρωτοφειλέτη, με αποτέλεσμα η ανακοπή του εγγυητή ο οποίος βρέθηκε στο στόχαστρο για την αποπληρωμή της ανείσπρακτης οφειλής να γίνει δεκτή (ΜΠρΡοδοπ 20/2024).

Ιστορικό

Ο ανακόπτων αποφάσισε το έτος 2006 να ενταχθεί σε συνεταιρισμό υδραυλικών περιορισμένης ευθύνης. Με παρότρυνση της τότε διοίκησης του συνεταιρισμού, ο ενάγων μαζί με άλλους υδραυλικούς, οι οποίοι ομοίως επιθυμούσαν να καταστούν μέλη του συγκεκριμένου συνεταιρισμού, απευθύνθηκαν σε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία για να λάβουν ως δάνειο το ποσό των 30.000 ευρώ έκαστος, προκειμένου να καταβάλουν την εισφορά τους. Όμως, η τράπεζα έθεσε ως όρο για τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων παροχής πίστωσης να συμβληθεί ο κάθε ένας εκ των ανωτέρω ως εγγυητής στις συμβάσεις όλων των υπολοίπων. Έτσι, τόσο ο ανακόπτων, όσο και οι υπόλοιποι υδραυλικοί συνήψαν με την ανωτέρω Τράπεζα συμβάσεις παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, ο κάθε ένας ατομικά ως πρωτοφειλέτης, αλλά ταυτόχρονα έκαστος εξ αυτών συμβλήθηκε ως εγγυητής στις συμβάσεις παροχής πίστωσης όλων των υπολοίπων. Ωστόσο, ένας εκ των πρωτοφειλετών δεν υπήρξε συνεπής στις συμβατικές του υποχρεώσεις, μη αποπληρώνοντας εμπροθέσμως τις δόσεις της πίστωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τράπεζα να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης, να εκδώσει διαταγή πληρωμής, την οποία, από κοινού με επιταγή προς πληρωμή, επέδωσε στον συνεγγυητή.

Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης

Το δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι οι εγγυητές καλύπτονται από τις προστατευτικές διατάξεις για την προστασία των καταναλωτών, υπογράμμισε ότι οι ίδιοι ελευθερώνονται από την υποχρέωση τους να εξοφλήσουν την εκάστοτε οφειλή, εφόσον από πταίσμα του δανειστή (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη.

Μάλιστα, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης πρόβλεψης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζόμενου με αυτή ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι, όμως, και για την περίπτωση, κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία, με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια.

Εν συνεχεία, όπως επεσήμανε το δικαστήριο, αμέλεια υφίσταται όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική πίστη. Από την άλλη, με κριτήριο την βαρύτητα της αμελούς συμπεριφοράς, ως βαριά αμέλεια θεωρείται αυτή, όταν η απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθιστα μεγάλη και ιδιαίτερα σοβαρή.

Ως προς το ζήτημα της είσπραξης της εκάστοτε απαίτησης, πταίσμα του δανειστή μπορεί να λάβει χώρα είτε με ενέργειες/πράξεις είτε με παραλείψεις, εξαιτίας των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου, ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστού οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής, ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό της ελευθέρωσής του.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο ανακόπτων, ο οποίος συμβλήθηκε ως εγγυητής στη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ζήτησε την ακύρωσή της, λόγω απόσβεσης της εγγύησης, με τον ισχυρισμό ότι παρόλο που παραιτήθηκε με άκυρο, ως καταχρηστικό, συμβατικό όρο από τα ευεργετήματα της εγγυητικής ευθύνης του που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα, εντούτοις, συντρέχει λόγος ελευθέρωσής του, καθόσον η αδυναμία ικανοποίησης της καθ’ ης από τον πρωτοφειλέτη οφείλεται σε κάθε περίπτωση σε βαριά αμέλεια της τελευταίας και ειδικότερα σε πλήρη αδιαφορία και αδράνειά της να προβεί σε ενέργειες είσπραξης της απαίτησής της από τον πρωτοφειλέτη, ο οποίος κατέστη αναξιόχρεος.

Πιο συγκεκριμένα, όπως αποδείχθηκε, η τράπεζα, ενώ είχε τη δυνατότητα να ζητήσει την εγγραφή εμπράγματου βάρους στην ακίνητη περιουσία του πρωτοφειλέτη, προς διασφάλιση της οφειλής, παρέλειψε -με όρους βαριάς αμέλειας- να επιδιώξει την εγγραφή εμπράγματης ασφάλειας στην ακίνητη περιουσία του πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, εάν η τράπεζα είχε επιδείξει συνετή συναλλακτική συμπεριφορά, ακριβέστερα είχε επιδιώξει την είσπραξη της οφειλής από τη στιγμή που αυτή κατέστη ληξιπρόθεσμη, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί, καθώς η οφειλή το έτος 2019 ανέρχονταν σε ποσό 17.449,50 ευρώ και η ακίνητη περιουσία, του πρωτοφειλέτη είχε αξία 40.420 ευρώ.

Συμπερασματικά, αποδείχθηκε ότι η ικανοποίηση της τράπεζας από τον πρωτοφειλέτη κατέστη αδύνατη από δικό της πταίσμα και δη από βαριά αμέλεια, για τον λόγο αυτό η ανακοπή έγινε δεκτή και κατ’ επέκταση ο εγγυητής της σύμβασης «ελευθερώθηκε» από την υποχρέωσή του να εξοφλήσει την οφειλή.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΠρΡοδοπ 20/2024

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -