Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε νόμιμη την απόλυση διευθυντή κεντρικού καταστήματος ο οποίος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για πρόσωπα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, με το σκεπτικό ότι η θέση του αυτή είναι ασύμβατη με τις βασικές αρχές και αξίες της εργοδότριας εταιρείας. Μάλιστα, όπως τόνισε το Δικαστήριο, ο διευθυντής εκ της θέσης του έχει αυξημένες υποχρεώσεις πίστης, από τις οποίες είναι ανεπίτρεπτο να αποκλίνει (ΜΠρΑθ 250/2023).
Κατά το έτος 2021, ο εν λόγω διευθυντής συμμετείχε σε διαδικτυακές συναντήσεις της εναγόμενης εταιρείας για ζητήματα διαφορετικότητας και ενσωμάτωσης. Σε μία, ωστόσο, εκ των ως άνω συναντήσεων εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό.
Σε συνέχεια του συγκεκριμένου περιστατικού, η εναγόμενη εταιρεία στις 28.4.2021 κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του, με ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Ο ίδιος, αφού ισχυρίστηκε ότι η εναγόμενη εταιρεία κατήγγειλε καταχρηστικά τη σύμβαση εργασίας του εμφορούμενη από αισθήματα εκδίκησης, έχθρας και εμπάθειας στο πρόσωπό του, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης εταιρείας να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης εταιρείας να αποκαταστήσει την ηθική βλάβη που υπέστη.
Εν προκειμένω, όμως, όπως έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ο ενάγων είχε έναντι της εργοδότριας εταιρείας αυξημένες υποχρεώσεις πίστης, οι οποίες εκδηλώνονται με την υποχρέωσή του να παραλείψει κάθε ενέργεια που έρχεται σε αντίθεση προς τους επιδιωκόμενους από την εργοδότρια σκοπούς και στοχεύει στη ματαίωσή τους, και συγκεκριμένα όφειλε να μην εκφράζει δημόσια απόψεις, που έρχονται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις κανόνες και αξίες που πρεσβεύει η εναγόμενη εταιρεία, δηλαδή για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Άλλωστε, σημειώνεται ότι, ο ενάγων ως διευθυντής κεντρικού καταστήματος ευρισκόμενου σε στρατηγικό και κομβικό εμπορικό σημείο ήταν επιφορτισμένος με τη συμβατική υποχρέωση πίστης να μην αντιστρατεύεται τους στόχους και τις επιδιώξεις της εργοδότριας εταιρείας. Η ως άνω δήλωση προκάλεσε αναστάτωση στη διοίκηση της πολυεθνικής εταιρείας, και κατόπιν ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των διοικούντων, η υπεύθυνη ανθρώπινου δυναμικού της Νότιας Ευρώπης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες θέσεις είναι εντελώς ασύμβατες με την κουλτούρα και τις αξίες που πρεσβεύει η εταιρεία.
Κρίθηκε ότι ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης του ενάγοντος ήταν αναγκαίος για να εξουδετερωθούν οι προκαταλήψεις, το μίσος και η περιφρονημένη προστασία των δικαιωμάτων κοινωνικής ομάδας που έχει ιστορικά υποστεί διακρίσεις.
Έτσι, λοιπόν, κατόπιν στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων, κρίθηκε ότι ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης του ενάγοντος ήταν αναγκαίος για να εξουδετερωθούν οι προκαταλήψεις, το μίσος και η περιφρονημένη προστασία των δικαιωμάτων κοινωνικής ομάδας που έχει ιστορικά υποστεί διακρίσεις. Υπ’ αυτή την έννοια, η συγκεκριμένη δήλωση του ενάγοντος συνιστά, αναμφίβολα, παράβαση των εργασιακών του καθηκόντων και αθέτηση της υποχρέωσης πίστης προς την εργοδότριά του, η οποία προκάλεσε κλονισμό της εμπιστοσύνης και δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Παράλληλα, δεν αποδείχθηκε από κάποιο ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας ότι η εναγόμενη εταιρεία κατήγγειλε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, εμφορούμενη από αισθήματα εκδίκησης και έχθρας προς το πρόσωπο του ως άνω μισθωτού. Ασφαλώς υπήρξε μία ένταση στις σχέσεις μεταξύ του ενάγοντος και του προϊσταμένου του, ωστόσο το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε την αιτία της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Τελικώς, όπως κρίθηκε, η ως άνω αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης πίστης του ενάγοντος διατάραξε σε μέγιστο βαθμό την ομαλή λειτουργία της σύμβασης εργασίας του, ώστε να καθιστά μη ανεκτή τη συνέχισή της εκ μέρους της εναγόμενης εργοδότριας, και ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητη η τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας και η λήψη ηπιότερου πειθαρχικού μέσου.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΠρΑθ 250/2023