Το Μονομελές Πρωτοδικείο Καστοριάς με πρόσφατη απόφαση ακύρωσε αναγκαστική εκτέλεση επειδή ο επισπεύδων δανειστής παρέλειψε να κοινοποιήσει τις συμβάσεις επανεκχώρησης απαιτήσεων στον ανακόπτοντα οφειλέτη (ΜΠρΚαστ 152/2023).
Το δικαστήριο σημείωσε αρχικά ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 919 και 325 αρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι επισπεύδων αναγκαστική εκτέλεση δανειστής μπορεί να είναι κάθε πρόσωπο, που από το περιεχόμενο του εκτελεστού τίτλου εμφανίζεται ως φορέας της αξίωσης για την οποία ενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση, ενώ παράλληλα νομιμοποιούνται και όσα πρόσωπα ειδικά καθορίζονται στον νόμο (άρθρο 919 σε συνδ. με άρθρα 325, 326, 327 και 329 ΚΠολΔ). Έτσι, εκτός από τους δικαιούχους που αναφέρονται στον εκτελεστό τίτλο, ήτοι τον τίτλο από τον οποίο πηγάζουν η εκτελούμενη αξίωση και υποχρέωση και οι φορείς τους αντίστοιχα, νομιμοποιούνται ενεργητικά για την αναγκαστική εκτέλεση, μεταξύ άλλων, οι καθολικοί, οι οιονεί καθολικοί, αλλά και οι ειδικοί διάδοχοι του δικαιούχου διαδίκου. Οι τελευταίοι νομιμοποιούμενοι ενεργητικώς για την εκτέλεση ως δικαιούχοι της ίδιας απαίτησης (π.χ. οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι του κατασχόντος, ακριβέστερα δε του μέχρι τούδε επισπεύδοντας) δεν είναι τρίτοι και δύνανται (καταρχήν) να συνεχίσουν την εκτέλεση, όπως ακριβώς και ο μέχρι τούδε επισπεύδων, τηρώντας τις πρόσθετες διατυπώσεις των άρθρων 921, 925 και 973 ΚΠολΔ, για την έναρξη όμως αυτής απαιτείται η κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ επίδοση της επιταγής. Όταν η επιταγή συντάσσεται από πρόσωπο ή στρέφεται κατά προσώπου, το οποίο διαφέρει από εκείνο που αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο (919, 920), απαιτείται να περιέχει και τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τη νομιμοποίησή του. Εξ άλλου, το άρθρο 925 ΚΠολΔ επιβάλλει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, προκειμένου να αρχίσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος και γενικώς ο νομιμοποιούμενος ενεργητικώς για την αναγκαστική εκτέλεση, ειδικότερα δε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν, ήτοι αυτά που αποδεικνύουν τη διαδοχή. Περαιτέρω και αναφορικά με την υποχρέωση κοινοποίησης εγγράφων που νομιμοποιούν τον διάδοχο, τούτη υφίσταται, ακόμη και εάν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής, ενώ ως έγγραφα που νομιμοποιούν τον διάδοχο νοούνται όσα αποδεικνύουν τη διαδοχή, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά είτε στο πρωτότυπο είτε σε επίσημο αντίγραφο. Τέλος, η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας, πρέπει δε να υπογραμμισθεί ότι η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου αυτού εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως αποδείχθηκε, καταρτίστηκαν τρεις συμβάσεις επανεκχώρησης απαιτήσεων από την αρχικά αποκτούσα προς την αρχικά μεταβιβάζουσα, οι οποίες δεν συγκοινοποιήθηκαν στον ανακόπτοντα, πολλώ δε μάλλον δεν συγκοινοποιήθηκαν σε αυτόν τα συνοδεύοντα αυτές παραρτήματα, από τα οποία θα προέκυπτε εάν μεταξύ των απαιτήσεων που επανεκχωρήθηκαν από την αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού περιλαμβανόταν ή μη και η επίδικη.
Η παράλειψη αυτή, σύμφωνα με το δικαστήριο, έχει ως αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται από τα συγκοινοποιηθέντα έγγραφα η απόκτηση της εκτελούμενης απαίτησης από την αναφερόμενη ως αληθή δικαιούχο, ενόψει του ότι πρέπει να αποδεικνύεται η διαδοχή της εκτελούμενης απαίτησης, προκειμένου να στοιχειοθετείται η νομιμοποίηση του επισπεύδοντος δανειστή στην εκτελεστική διαδικασία που κατατείνει στην ικανοποίησή της. Αξίζει, μάλιστα, να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει αναγκαστική εκτέλεση, αν δεν κοινοποιήσει προηγουμένως στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή, συγκοινοποιώντας και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν, ανεξαρτήτως εάν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε γνώση της διαδοχής με άλλον τρόπο.
Με βάση, επομένως, τα ως άνω αναφερόμενα, η πληττόμενη επιταγή, που συντάχθηκε από την καθ’ ης, δηλαδή πρόσωπο, το οποίο διαφέρει από εκείνο που αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο, δεν περιέχει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τη νομιμοποίησή της, για το λόγο αυτό η κινούμενη από αυτή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης πάσχει από ακυρότητα.
Δείτε το σχετικό Workshop: Το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης στην πράξη
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Καταχρηστική επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης