Στη συγκεκριμένη απόφαση ο ενάγων εργαζόταν ως διπλωματούχος ηλεκτροσυγκολλητής στην εναγόμενη εταιρία από το 2005, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Στις 06.04.2020 η εναγόμενη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση. Εν συνεχεία, ο απολυθείς κατέθεσε αγωγή, ζητώντας την ακύρωση της καταγγελίας σύμβασης εργασίας, την επαναφορά του στην εργασία, την καταβολή μισθών υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής ποσού 3.306,75 ευρώ, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Η τελευταία αξίωση βασίστηκε στον ισχυρισμό ότι η απόλυση του επήλθε λόγω εμπάθειας της πρώην εργοδοσίας, κατόπιν νομικής διεκδίκησης των αιτούμενων δεδουλευμένων του στο παρελθόν του, αναφέροντας ότι η ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών στοιχειοθετώντας τις διατάξεις της αδικοπραξίας.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, απορρίπτοντας την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλλει στον ενάγοντα τους μισθούς υπερημερίας.
Εν συνεχεία, κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη άσκησε έφεση επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την αναγνώριση της ένστασης καταχρηστικής άσκησης της αγωγής.
Το δικαστήριο στον δεύτερο βαθμό, εξετάζοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, διέγνωσε ότι πράγματι κατά της ενεργούς εργασιακής σχέσης είχαν δημιουργηθεί προβλήματα που είχαν να κάνουν με την καθυστέρηση στην καταβολή των μισθών του ενάγοντος, τα οποία συνήθως ξεπερνιούνταν με την απειλή προσφυγής του ενάγοντος στα δικαστήρια. Όμως σταδιακά εντάθηκε η καθυστέρηση των δεδουλευμένων μισθών και των ασφαλιστικών του εισφορών του ενάγοντα, με αποτέλεσμα να προσφύγει το 2018 στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα και τελικώς να καταθέσει δύο αγωγές στο Ειρηνοδικείο Πειραιά κατά της εναγόμενης. Παρόλα αυτά, οι ανωτέρω αγωγές δεν συζητήθηκαν διότι το 2020 οι διάδικοι κατάρτισαν το ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής.
Λίγες ημέρες αργότερα από την υπογραφή του συμφωνητικού, ήτοι 03.03.2020, ο ενάγων εμφανίσθηκε στην εργασία, πλην όμως η εναγόμενη αρνήθηκε να αποδεχτεί την εργασία του. Η εναγόμενη απέστειλε στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση διαμαρτυρία, υποστηρίζοντας ότι ο ενάγων απουσίαζε αδικαιολόγητα από την εργασία του με την ολοκλήρωση της αναρρωτικής του άδειας το τέλος του Δεκεμβρίου 2019, μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου 2020, όταν της δήλωσε ότι αποχωρεί από την εργασία του για να επιστρέψει στην πατρίδα του και ότι τις επόμενες εργάσιμες ημέρες θα ερχόταν από το γραφείο της για να υπογράψει την τυπική του αποχώρηση με την κατάρτιση του ιδιωτικού συμφωνητικού. Ο εναγόμενος ανταπάντησε με εξώδικη δήλωση, διαψεύδοντας τους ανωτέρω ισχυρισμούς περί παραίτησης.
Συνεπώς, το Εφετείο εξετάζοντας τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά έκρινε ότι ο ενάγων ήταν πράγματι εργαζόμενος της εναγόμενης μέχρι και τις 3.3.2020 που εμφανίστηκε στη νέα διεύθυνση της εναγόμενης για να εργαστεί. Aυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η επιχείρηση δεν προέβη σε καμία καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, ανεχόμενη την απουσία, ακόμη και όταν δεν εμφανιζόταν ο ενάγων για να εργαστεί είτε λόγω των συναπτών αναρρωτικών αδειών, είτε λόγω άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης ήδη από το 2019.
Εάν η εναγόμενη πραγματικά επιθυμούσε την παράσταση του ενάγοντος στην εργασία της τον χρόνο της απουσίας του θα μπορούσε να αποστείλει σ’ αυτόν εξώδικη δήλωση καλώντας τον να επιστρέψει στα καθήκοντα του, τάσσοντας του προθεσμία προς αυτό.
Αντ’ αυτού η εναγομένη κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση του ενάγοντα λόγω της αδικαιολόγητης απουσίας του από την εργασία του από το τέλη του 2018 μόλις δύο χρόνια αργότερα, στις 9-4-2020, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, καθιστώντας την καταγγελία άκυρη. Σε κάθε περίπτωση η άρνηση της εναγομένης να δεχθεί την εργασία του ενάγοντος μετά την εμφάνιση του προς εργασία στην νέα της διεύθυνση στις 3-3-2020, αλλά και η μετέπειτα καταγγελία της εργασιακής του σχέσης στις 9-4-2020 επιβεβαιώνει και την ενεργή εργασιακή τους σύμβαση μέχρι τότε. Τέλος το δικαστήριο έκρινε ότι η αναφορά στο συμφωνητικό για την καταβολή οφειλών δεν σημαίνει αυτόματα παραίτηση του ενάγοντα από την εργασία του και ότι η ηλικία και το πρόβλημα υγείας του ενάγοντα καθιστούν αμφίβολο το ενδεχόμενο να βρει άλλη εργασία, καθιστώντας εύλογη την επιθυμία του να παραμείνει την τωρινή του δουλειά. Τελικώς, το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλλει στον ενάγοντα τους μισθούς υπερημερίας.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΕφΠειρ 105/2024