Βιολογικός πατέρας δύο ανήλικων τέκνων επεδίωξε πρόσφατα να ακυρώσει τις πράξεις εκούσιας αναγνώρισης πατρότητας αμφότερων των τέκνων του από δύο άλλους άντρες. Ωστόσο, η αναγνωριστική αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε, με το σκεπτικό ότι αφενός ο ίδιος δεν επέδειξε κανένα ενδιαφέρον για τα βιολογικά του παιδιά κατά την περίοδο που φιλοξενούνταν σε δημόσια δομή, αφετέρου δε τα τέκνα είχαν υιοθετηθεί νομίμως με αμετάκλητη δικαστική απόφαση
Βασικές σκέψεις του Δικαστηρίου
Αρχικά, σύμφωνα με το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η διάταξη του 1477 ΑΚ εισάγει μία ειδική δυνατότητα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης εκ μέρους ορισμένων προσώπων, ήτοι του τέκνου και υπό προϋποθέσεις (θάνατος, αφάνεια, κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση) των κατιόντων αυτού, του παππού ή της γιαγιάς της μητρικής ή σε άλλη περίπτωση της πατρικής γραμμής, εναντίον εκείνων, που συνέπραξαν στην εκούσια αναγνώριση ή των κληρονόμων τους, μόνο «για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας». Ο κύκλος των φορέων του εν λόγω δικαιώματος περιορίστηκε δραματικά σε σύγκριση με το παλαιότερο νομικό καθεστώς λόγω της ανάγκης περιφρούρησης της οικογενειακής γαλήνης και ιδίως προστασίας του τέκνου από αγωγές, που απέβλεπαν σε ιδιοτελείς σκοπούς.
Γίνεται σαφές ότι η αυτή η νομοθετική εξέλιξη έρχεται σε σύγκρουση και παραγνωρίζει την ιδέα της βιολογικής αλήθειας. Για τον λόγο αυτό, έχουν προσφερθεί νομολογιακά δύο συμπληρωματικές λύσεις ως προς την επίλυση αυτού του ζητήματος. Έτσι, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να εγείρει αναγνωριστική αγωγή κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ με αίτημα την ακυρότητα της εκούσιας αναγνώρισης λόγω της αναλήθειας της πατρότητας, με την προϋπόθεση της θεμελίωσης της ακυρότητας στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου. Τέτοια περίπτωση αποτελεί η αντίθεση της αναγνώρισης σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, δηλαδή στην αναλογική εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ είτε η περίπτωση της παράβασης των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που αποτελούν επίσης απαγορευτικές διατάξεις κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 174 ΑΚ, υπό την σκέψη ότι απαγορεύουν τη μέσω δικαιοπραξίας προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του, καθώς η αντίθετη προς τη βιολογική αλήθεια θεμελίωση νομικής σχέσης πατρότητας αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του μη συμπράξαντος στην αναγνώριση προσώπου. Η δεύτερη κατεύθυνση είναι αυτή της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1477 ΑΚ, προς το σκοπό επίσης διεύρυνσης του κύκλου των προσώπων που θα δικαιούνται να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση.
Ιστορικό και ισχυρισμοί βιολογικού πατέρα
Ο ενάγων και χρήστης ναρκωτικών ισχυρίστηκε ότι στο παρελθόν είχε συνάψει ερωτική σχέση με την πρώτη εναγόμενη, η οποία στη συνέχεια γέννησε δύο τέκνα, εκ των οποίων ο δεύτερος εναγόμενος, υπήκοος Γκάνας, προέβη στην εκούσια αναγνώριση πατρότητας του πρώτου μέσω συμβολαιογραφικής πράξης και με τη συναίνεση της μητέρας-πρώτης εναγόμενης, ενώ το ίδιο έπραξε και ο τρίτος εναγόμενος, υπήκοος Νιγηρίας, για το δεύτερο τέκνο. Ο ενάγων θεμελίωσε την αλήθεια του ισχυρισμού του περί βιολογικής πατρότητας στο γεγονός ότι κατά το κρίσιμο αυτό διάστημα της σύλληψης, ήτοι τις εβδομάδες πριν τον τοκετό η εναγόμενη διέμενε μαζί του στο Άργος και είχε σαρκική συνάφεια αποκλειστικά με τον ίδιο.
Εν συνεχεία πρόσθεσε ότι το 2019, κατόπιν εισαγγελικής εντολής, τα δύο ανήλικα τέκνα κλήθηκαν να φιλοξενηθούν από το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ» μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2020 και από τα τέλη του ίδιου έτους τοποθετήθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια, ομοίως κατόπιν εισαγγελικής εντολής, δεδομένου ότι η πρώτη εναγόμενη μητέρα τους κρίθηκε ακατάλληλη για την ανατροφή των δύο ανήλικων τέκνων, διότι έκανε επίσης χρήση ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί επαρκώς στα γονεϊκά της καθήκοντα, ενώ ο δεύτερος και τρίτος εναγόμενος δεν επέδειξαν κανένα ενδιαφέρον για τα δύο τέκνα. Τέλος, με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αφαιρέθηκε η άσκηση του συνόλου της γονικής μέριμνας των δύο ανήλικων τέκνων από την μητέρα τους και τους δυο αλλοδαπούς εναγόμενους, και ανατέθηκε αποκλειστικά στο τέταρτο εναγόμενο μέρος με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ». Με βάση τους ως άνω ισχυρισμούς, ο ενάγων ζήτησε την ακύρωση αμφότερων των συμβολαιογραφικών πράξεων εκούσιας αναγνώρισης των τέκνων.
Η κρίση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
Το δικαστήριο έκρινε την αγωγή του ενάγοντος ως απαράδεκτη, με το σκεπτικό ότι ο βιολογικός πατέρας στερείται εννόμου συμφέροντος ως προς την αίτηση ακύρωσης των επίμαχων πράξεων εκούσιας αναγνώρισης κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και στάδιο. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψιν τα έγγραφα της δικογραφίας, διέκρινε ότι όχι μόνο είχε παρέλθει ικανός χρόνος που τα ανήλικα τέκνα παρέμειναν φιλοξενούμενα στη δημόσια δομή, χωρίς ο ενάγων να επιδείξει οποιοδήποτε ενδιαφέρον γι’ αυτά, αλλά παράλληλα, κατόπιν της αφαίρεσης της γονικής μέριμνας από την μητέρα των δύο τέκνων και με επιθυμία της ίδιας, τα ανήλικα αδέρφια υιοθετήθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση υιοθεσίας, η οποία έχει νόμιμα εγγραφεί στο Εθνικό Μητρώο Υιοθεσιών.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΠρΑθ 92/2024