Ευθύνη του ελληνικού δημοσίου για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας εξαιτίας δημόσιων δηλώσεων της τότε Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη (ΜΔΠρΑθ 14551/2022)
Το Δικαστήριο, αξιοποιώντας τη διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ επεσήμανε ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου. Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου υφίσταται, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνο όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία καθώς και εκείνα που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία. Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής εκ μέρους του οργάνου του Δημοσίου είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει ζημία.
Ταυτόχρονα το Δικαστήριο, βασιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, το οποίο αναλογικά εφαρμόζεται και στην αστική ευθύνη του δημοσίου, τόνισε ότι επί αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το ίδιο έχει τη διακριτική ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ιδίως σε εκείνον ο οποίος έπαθε προσβολή, μεταξύ άλλων, της τιμής του. Ομοίως, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να επιδικασθεί και σε εκείνον του οποίου έχει προσβληθεί η προσωπικότητα σε οποιαδήποτε από τις επιμέρους εκφάνσεις της, όπως π.χ. η τιμή και η υπόληψή του, από παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητά τους, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Όμως στην περίπτωση αυτή, πέραν του παράνομου χαρακτήρα της σχετικής πράξης ή παράλειψης, απαιτείται αυτή να είναι αντικειμενικώς ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσει την προσβολή της προσωπικότητας που επικαλείται ο ενάγων, κατά την αιτιολογημένη κρίση του δικαστηρίου.
Εν συνεχεία το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, με ερμηνευτική πυξίδα το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, εξήρε το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου, το οποίο αποτελεί, κατ’ αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής. Ταυτόχρονα, όπως σημείωσε, συνιστά έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκόμενου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχείρισης που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του.
Έτσι, λοιπόν, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ένδικες δημόσιες δηλώσεις της τότε Υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της διενεργούμενης ανάκρισης και αναφέρονταν κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία αντιστρατεύονται προδήλως την υποχρέωση των οργάνων του δημοσίου, κατ’ άρθρο 25 του Συντάγματος, να σέβονται το τεκμήριο αθωότητας, όπως αυτό προστατεύεται από το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, και να διασφαλίζουν το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου ενάγοντος και, συνεπώς, συνιστά παράνομη πράξη που παραβιάζει το εν λόγω τεκμήριο και προσβάλλει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, την προσωπικότητά του. Η πράξη, δε, αυτή, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αντικειμενικά ικανή να προξενήσει και πράγματι προξένησε ηθική βλάβη στον ενάγοντα, για το λόγο αυτό το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Η Αστική Ευθύνη του Δημοσίου
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Αστική Ευθύνη του Δημοσίου – Πρακτικά Ζητήματα & Επίκαιρη Εφαρμογή