Είναι κοινός τόπος σε θεωρία και νομολογία ότι, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να αναφέρονται και να επισυνάπτονται όλα τα ιδιωτικά ή δημόσια έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης της αιτούσας σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση. Ωστόσο, εάν η απαίτηση ή το ποσό, για το οποίο ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, όπως επίσης και τα πρόσωπα του δικαιούχου ή του υπόχρεου, δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην προχωρήσει στην έκδοση της διαταγής πληρωμής. Σε περίπτωση όμως έκδοσης αυτής, το πρόσωπο, κατά του οποίου στρέφεται, μπορεί να επιτύχει την ακύρωσή της διαμέσου της άσκησης ανακοπής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 632 και 633 ΚΠολΔ, λόγω διαδικαστικού απαράδεκτου και ανεξάρτητα από την ύπαρξη της απαίτησης ή από τη δυνατότητα να αποδειχθεί αυτή, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και του υπόχρεου, με άλλα αποδεικτικά μέσα.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην με αρ. 2084/2023 εξαιρετικά πρόσφατη απόφασή του έκρινε ότι, εκδόθηκε διαταγή πληρωμής με βάσει ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα από τα μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της δικαιούχου, αν και σε κανένα σημείο της σύμβασης δεν υπάρχει δικονομική συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών. Σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, ελλείψει σχετικής συμφωνίας, τα συγκεκριμένα αποσπάσματα δεν μπορούν να αποτελέσουν ένα αξιοποιήσιμο αποδεικτικό μέσο υπέρ της τράπεζας, κι ως εκ τούτου καθότι δεν πληρείται η αρχή της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης στερούνται αποδεικτικής δύναμης.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Αναγκαστική Εκτέλεση
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Πρακτικά ζητήματα στο νέο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης