Αντίθετες εφέσεις κατατέθηκαν κατά της 16017/2022 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρείας και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εφεσίβλητου – εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου για καταβολή αποζημίωσης, προκειμένου να αποκατασταθεί η ζημία που υπέστη η εταιρεία λόγω της πλημμελούς συμμόρφωσης των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ζημία αφορούσε τη μη καταβολή τόκων επί ποσού που καταβλήθηκε αχρεωστήτως.
Η υπόθεση βασίστηκε στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ) και στις διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σ.Ε.Ε.). Η Συνθήκη καθιερώνει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, σύμφωνα με την οποία η Ένωση και τα κράτη μέλη οφείλουν να εκπληρώνουν τα καθήκοντα που απορρέουν από τις Συνθήκες, με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και την αμοιβαία συνεργασία. Η αρχή αυτή δεσμεύει όλες τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών, περιλαμβανομένων και των δικαστηρίων.
Η άσκηση του δικαστικού ελέγχου εντός της έννομης τάξης της Ένωσης ανατίθεται όχι μόνο στο ΔΕΕ, αλλά και στα εθνικά δικαστήρια, που οφείλουν να ερμηνεύουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες διασφαλίζοντας την ένδικη προστασία δικαιωμάτων από το κοινοτικό δίκαιο.
Τα εθνικά δικαστήρια, όταν καλούνται να εφαρμόσουν το ενωσιακό δίκαιο, οφείλουν να μην ενεργοποιούν διατάξεις του εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν ή υπονομεύουν τις σχετικές ενωσιακές διατάξεις και την ισχύ των ενωσιακών κανόνων δικαίου. Η άσκηση του δικαστικού ελέγχου εντός της έννομης τάξης της Ένωσης ανατίθεται όχι μόνο στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), αλλά και στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία οφείλουν να ερμηνεύουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες με τρόπο που διασφαλίζει την αποτελεσματική ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.
Αναφορικά με τη διαδικασία εκτέλεσης αποφάσεων του Δ.Ε.Ε., σε περίπτωση πληρωμής ποσού που, κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Δ.Ε.Ε., θεωρείται αχρεωστήτως καταβληθέν, το ποσό αυτό επιστρέφεται μαζί με τους τόκους υπερημερίας. Στην παρούσα υπόθεση, τα όργανα του εκκαλούντος – εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, παρόλο που επέστρεψαν στην εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρεία το ποσό του κεφαλαίου που αυτή είχε καταβάλει αχρεωστήτως, παρέλειψαν να επιστρέψουν και τους τόκους που η εταιρεία στερήθηκε από την ημερομηνία καταβολής του ποσού έως την ημερομηνία επιστροφής του, παρά τη σχετική όχλησή τους.
Το δικαστήριο δέχθηκε την έφεση της εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρείας και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την αξίωσή της για αποζημίωση τόκων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, απέρριψε την έφεση του εκκαλούντος – εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και δίκασε την αγωγή, κάνοντάς την πλήρως δεκτή.