fbpx

Προσβολή προσωπικότητας από δημοσίευμα εφημερίδας (ΤρΕφΑθ 6202/2022)

Προσβολή της προσωπικότητας υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επεμβάσεως από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά, που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

Η παραβίαση της λεπτής γραμμής που καθιστά την άσκηση δημόσιας κριτικής διά του τύπου από οξεία και καυστική σε προσβλητική ή ακόμη δυστυχώς και συκοφαντική είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα την ελληνική δικαιοσύνη. Με ποιον τρόπο ωστόσο αντιμετωπίζονται, νομοθετικά και νομολογιακά, τα πρακτικά ερωτήματα που ανακύπτουν από την προσβολή της προσωπικότητας διά του τύπου;

Η διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου μέσα από τον τύπο με όρους επιχειρημάτων και γόνιμων αντιπαραθέσεων μπορεί να αποβεί, ιδίως σε ταραγμένες πολιτικά, κοινωνικά η οικονομικά περιόδους, μια πραγματικά δύσκολη άσκηση. Η άσκηση οξείας κριτικής απέναντι σε δηλώσεις ή πολιτικές είναι θεμιτή και αναγκαία για την ενίσχυση της ποιότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η εκτροπή του παραγωγικού δημόσιου διαλόγου σε προσβλητικό ή και συκοφαντικό θέτει σε εφαρμογή τα αντανακλαστικά του δικαίου, ενεργοποιώντας μια σειρά από ερωτήματα: πότε συντελείται προσβολή προσωπικότητας διά του τύπου, και κυρίως ποια είναι η ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου αλλά και του συντάκτη του δημοσιεύματος;

Στα παραπάνω ερωτήματα και σε πολλά άλλα, η πρόσφατη και αρκετά σημαντική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (ΤρΕφΑθ 6202/2022) προσφέρει ένα πολύτιμο πλέγμα απαντήσεων.

Σύμφωνα με την συλλογιστική πορεία του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 57 παρ. 1 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επεμβάσεως από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά, που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, που συνιστούν προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτόμενου, κατά το χρονικό σημείο της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι είτε από άποψη έννομης τάξεως μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα συγκρινόμενα έννομα συμφέροντα για τη διακρίβωση της υπάρξεως προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Για την προστασία της προσωπικότητας δεν απαιτείται η ύπαρξη πταίσματος, δόλου ή αμέλειας, αυτού που προσβάλλει, απαιτείται, όμως, για την αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 παρ. 3 του ΑΚ παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών.

Παράλληλα, προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ, που εφαρμόζονται και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ’ άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη.

Προσβολή της τιμής και της υπόληψης του προσώπου με τις διακρίσεις των άνω διατάξεων μπορεί να προέλθει και από δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη ελευθερία του τύπου (άρθρο 14 § 1 του Συντάγματος) υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου που καθιστούν μη ανεκτή την προσβολή της τιμής και υπόληψης ατόμου με δημοσιεύματα δυσφημιστικά ή εξυβριστικά για το άτομο, το οποίο μπορεί είτε να αναφέρεται από το δράστη ονομαστικά, είτε να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά του με τη μετάδοση στοιχείων επαρκών, κατ’ αντικειμενική κρίση, για τον προσδιορισμό και την εξατομίκευσή του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 α’ – δ’ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ), για την ενότητα δικαίου της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του Ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 — 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, εφόσον αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου, εκτός αν περιέχουν τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς και όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως (άρθρο 367 § 2 ΠΚ). Τέτοιος σκοπός θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος για να αποδοθεί, όπως έπρεπε, το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε την έλλειψη αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή άλλου. Η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό (ένσταση) της αγωγής του ατόμου που προσβλήθηκε στην προσωπικότητά του. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ) που πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου έχουν τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς. Όμως, ο δημοσιογράφος οφείλει να εξακριβώνει, πριν από τη δημοσίευσή τους την αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων που κοινολογεί σε βάρος ενός προσώπου, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί, σε αντίθετη περίπτωση, ότι η παράδοση σε δημόσια ανυποληψία του δυσφημούμενου προσώπου τελεί σε αναλογία με την κοινωνική αποστολή του τύπου για ενημέρωση του κοινού ή ότι αποτελεί αυτή το επιβεβλημένο μέσο άσκησης του έργου της ενημέρωσης. Συνεπώς, αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, δηλαδή τα γεγονότα που αναφέρονται δεν είναι αληθή, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου λόγω του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης δεν αίρεται. Τέλος, κατά το άρθρο μόνο του Ν 1178/1981, ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, οι οποίες υπαιτίως προξενήθηκαν με δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στον συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος στον εκδότη ή τον διευθυντή σύνταξης του εντύπου (παρ. 1). Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται έτσι σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, και ακόμα, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή με καταψηφιστικό αίτημα, σε καταχώριση περίληψης στην εφημερίδα αυτή (παρ. 6).

Τέλος, η ευθύνη του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, του εκδότη ή του διευθυντή σύνταξης του εντύπου, εφόσον βέβαια αυτοί δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις.

Δείτε τη σχετική Έκδοση: Παραπληροφόρηση & Fake News στο Διαδίκτυο

Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Παρατηρήσεις στην ΜΠρΠατρ 125/2023 (Ασφ) – Η προσβολή της προσωπικότητας μέσω διαδικτύου στην ελληνική έννομη τάξη

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -