Το Συμβούλιο της Επικρατείας επέβαλε σε ιατρό του ΕΣΥ την ποινή της οριστικής παύσης εξαιτίας ασελγών πράξεων σε ανήλικη, εξαφανίζοντας την απόφαση Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Ιατρών ΕΣΥ με την οποία επιβλήθηκε η ποινή της προσωρινής παύσης για ένα έτος (ΣτΕ 2032/2023).
Πρώτα απ’ όλα το Συμβούλιο της Επικρατείας, αξιοποιώντας τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, σημείωσε μεταξύ άλλων ότι το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί, ενώ ανάμεσα στα πειθαρχικά παραπτώματα είναι η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, καθώς και η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας.
Προς την ίδια κατεύθυνση τονίστηκε ότι, το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Διέπεται από απόλυτο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους χωρίς διάκριση φύλου, φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, κοινωνικής θέσης ή πολιτικής ιδεολογίας. Εξ άλλου, κάθε ιατρός απολαύει κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, επιστημονικής ελευθερίας και ελευθερίας της συνείδησής του, παρέχει δε τις ιατρικές του υπηρεσίες με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Άλλωστε, η συμπεριφορά του ιατρού προς τον ασθενή του πρέπει να είναι αυτή που προσήκει και αρμόζει στην επιστήμη του και την αποστολή του λειτουργήματός του και σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη του ασθενή.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον νόμο, κάποιες εκ των ποινών που δύνανται να επιβληθούν για πειθαρχικά αδικήματα των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας είναι η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών, καθώς και η οριστική απομάκρυνση από τα καθήκοντά τους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο με την απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Γρεβενών όσο και με την απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, ο εν λόγω ιατρός κηρύχθηκε ένοχος καθότι σε εγκαταστάσεις του ΕΟΠΥΥ Κοζάνης με πρόθεση, μέσω ασελγών χειρονομιών, προσέβαλε βάναυσα την αξιοπρέπεια ανήλικης στο πεδίο της γενετήσιας ζωής.
Οι παραπάνω καταδικαστικές αποφάσεις διαβιβάστηκαν προς το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ΕΣΥ το οποίο, αφού έλαβε υπόψη τις καταδικαστικές αποφάσεις σε πρώτο και δεύτερο βαθμό των ποινικών δικαστηρίων, επέβαλε σε βάρος του τελευταίου την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης ενός έτους με πλήρη στέρηση των αποδοχών του.
Εν συνεχεία, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης (και ήδη Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας) άσκησε προσφυγή κατά της συγκεκριμένης απόφασης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την 117/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου. Κατόπιν τούτων, ο ίδιος επιθεωρητής άσκησε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητώντας την εξαφάνιση της απόφασης του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών ΕΣΥ – σύμφωνα με την οποία επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης ενός έτους με πλήρη στέρηση αποδοχών, αντί της ενδεδειγμένης, κατά τον προσφεύγοντα, πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή άλλως οιασδήποτε δυσμενέστερης της επιβληθείσας ποινής, που προσήκει σε ένα τέτοιο παράπτωμα.
Μάλιστα, στην περίπτωση που το Συμβούλιο της Επικρατείας επιλαμβάνεται της προσφυγής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, μπορεί να επιβάλει, το πρώτον αυτό, την ποινή της οριστικής παύσεως, αφού εκτιμήσει εξ υπαρχής τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος Γενικού Επιθεωρητή και τις απόψεις του διωκομένου υπαλλήλου. Το Δικαστήριο, δηλαδή, κρίνει, ύστερα από νέα στάθμιση του αποδεικτικού υλικού, αν στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα και αποφαίνεται για την προσήκουσα πειθαρχική ποινή, εκτιμώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το παράπτωμα και λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την εν γένει υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του και τις τυχόν συντρέχουσες ελαφρυντικές περιστάσεις. Η πρόβλεψη από τον νόμο της δυνατότητας επιβολής μείζονος πειθαρχικής ποινής στον παρανομήσαντα δημόσιο υπάλληλο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε μια τέτοια περίπτωση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, που απαιτεί οι παρανομούντες υπάλληλοι να τιμωρούνται με την προσήκουσα εκάστοτε πειθαρχική ποινή, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ενώ συνάδει και με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η πειθαρχική υπόθεση του υπαλλήλου έχει ήδη κριθεί από υπηρεσιακό – πειθαρχικό συμβούλιο αποτελούμενο κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, στο δε Συμβούλιο της Επικρατείας δυνατότητα μόνο ανατίθεται για την επιβολή, κατά την κρίση του, μείζονος πειθαρχικής ποινής.
Τέλος, το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού συνεκτίμησε τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης και δεσμευόμενο από την αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών, έκρινε ότι η πειθαρχική ποινή που πρέπει να επιβληθεί στον ιατρό του Εθνικού Συστήματος Υγείας είναι εκείνη της οριστικής παύσης.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΣτΕ 2032/2023