fbpx

ΣτΕ: Συνταγματική η επανάσκηση προσφυγής έστω και χωρίς υπογραφή του δικηγόρου

Η μειοψηφία υποστήριξε ότι η ρύθμιση αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου

Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά

Δείτε επίσης

Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι η επανάσκηση προσφυγής σε περιπτώσεις απόρριψης αυτής ως απαράδεκτης λόγω μη υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο είναι συμβατή με το Σύνταγμα (ΣτΕ Ολ. 1828-29/2023).

Το ΣτΕ με πρόσφατη απόφαση εν Ολομελεία σημείωσε ότι, ως απόρριψη προσφυγής για «τυπικό λόγο», που δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης προσφυγής, κατά το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, νοείται κάθε περίπτωση -πλην των ρητώς θεσπιζομένων εξαιρέσεων- κατά την οποία η (πρώτη) προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη δικονομικής προϋποθέσεως ως απαράδεκτη, χωρίς να εξετασθεί κατά τη βασιμότητά της, εφόσον η έλλειψη αυτή, ως εκ της φύσεώς της, δύναται αντικειμενικώς να καλυφθεί με την εκ νέου άσκηση της προσφυγής. Συνεπώς, η περίπτωση του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω μη υπογραφής του δικογράφου της από δικηγόρο, μη εμπίπτουσα στις ως άνω εξαιρέσεις του νόμου, υπάγεται στην έννοια της απορρίψεως για τυπικό λόγο κατά την ανωτέρω διάταξη.

Η καθιέρωση δικαιώματος άσκησης δεύτερης προσφυγής, σύμφωνα με την κρίση του ΣτΕ, δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, καθόσον σκοπός του νομοθέτη είναι να διασφαλισθεί πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και να επιτευχθεί το ενιαίο της αντιμετωπίσεως ενδίκων βοηθημάτων απορριφθέντων για τυπικό λόγο. Η ρύθμιση αυτή, αν και φαίνεται καταρχήν να επιφέρει ρήγμα στην αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων, η οποία ισχύει στη διοικητική δικονομία, και η οποία, πάντως, συνιστά γενική αρχή του δικαίου, χορηγεί δικαίωμα επανάσκησης της προσφυγής για την ουσιαστική πραγμάτωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας συνισταμένης σε κρίση από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο της ύπαρξης ή μη δικαιώματος που απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Το γεγονός δε ότι η νομοθετική απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης προσφυγής δεν προσκρούει στις μνημονευθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, δεν έχει ως αυτόθροη συνέπεια ότι αντίκειται στις διατάξεις αυτές ρύθμιση επιτρέπουσα, και μάλιστα υπό προϋποθέσεις, την άσκηση δεύτερης προσφυγής μετά την απόρριψη της πρώτης. Εν προκειμένω δε, η άσκηση του δικαιώματος αυτού παρέχεται υπό αυστηρές και συγκεκριμένες προϋποθέσεις και εντός σύντομης προθεσμίας προκειμένου να μην ανατρέπεται η σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων μετά την πάροδο μακρού χρόνου, παραμένει δε, ακόμη και υπό τις προϋποθέσεις αυτές, εξαιρετική δικονομική δυνατότητα του διοικουμένου.

Υπό τα παραπάνω δεδομένα, το Ανώτατο Ακυρωτικό κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, η ρύθμιση αυτή, ενόψει του σκοπού που υπαγόρευσε τη θέσπισή της, δηλαδή της διασφάλισης του δικαιώματος κρίσης της υπόθεσης του διαδίκου επί της ουσίας σε πρώτο βαθμό, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την αρχή του κράτους δικαίου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί να οδηγήσει, χωρίς αποχρώντα λόγο ο οποίος εκτιμάται, κατ’ αρχήν, από τον νομοθέτη, σε ουσιώδη περιορισμό ή σε αδυναμία διαγνώσεως της ύπαρξης δικαιωμάτων των πολιτών.

Παρόλα αυτά, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η ως άνω ρύθμιση αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθώς και στην κατά το Σύνταγμα υποχρέωση του νομοθέτη να διασφαλίζει αφενός την ισότητα στη δικονομική μεταχείριση των διαδίκων, αφετέρου την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας, καθώς και την ορθολογική προς τούτο οργάνωση και λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης.

Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 2460/2021 – Αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ περί δυνατότητας άσκησης δεύτερης προσφυγής σε περίπτωση απόρριψης της πρώτης για τυπικούς λόγους

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -