Υπέρ της κρίσης της αρχαιολογικής υπηρεσίας περί χαρακτηρισμού του επίμαχου κτιρίου στην περιοχή του Θησείου ως μνημείου, τάχθηκε πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 706/2024 απόφαση του. Πιο συγκεκριμένα, η αιτούσα εταιρεία και πάροχος και ξενοδοχειακών υπηρεσιών με την άσκηση του ένδικου βοηθήματος επεδίωκε την ακύρωση της απόφασης των Προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως, βάσει της οποίας χαρακτηριζόταν ως νεότερο μνημείο το ανωτέρω συγκρότημα των δύο διώροφων κτηρίων, επί των οδών Ηρακλειδών 12 και Φαίδρας 7, στην περιοχή Θησείο του Δήμου Αθηναίων.
Χαρακτηρισμός ως νεώτερο μνημείο
Πιο συγκεκριμένα, στο παρελθόν και δυνάμει του υπ’ αριθμό 17.10.1984 προεδρικού διατάγματος, είχαν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα -κατά τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας- κτίρια στην περιοχή του Θησείου και εν συνεχεία, επιβλήθηκαν σε αυτά όροι και περιορισμοί δόμησης, μεταξύ των οποίων και για την επίμαχη ιδιοκτησία της αιτούσας εταιρείας. Σύμφωνα με τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις, στα διατηρητέα κτίρια περιλαμβάνονται το αρχικό κτίριο και τυχόν εναρμονισμένες προσθήκες. Επίσης, απαγορεύεται κάθε αλλοίωση ή καταστροφή των αρχιτεκτονικών στοιχείων τους, εκτός εάν ορίζει διαφορετικά η Επιτροπή Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (Ε.Ε.Α.Ε), ενώ από την άλλη, οι επισκευές, ο εκσυγχρονισμός εγκαταστάσεων, η στατική ενίσχυση, η εσωτερική διαρρύθμιση και άλλες επεμβάσεις επιτρέπονται, εφόσον δεν αλλοιώνεται ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας του κτιρίου. Μάλιστα, κάθε επέμβαση απαιτεί υποβολή προμελέτης και τελικής μελέτης σε καθορισμένες κλίμακες, συνοδευόμενες από τεχνικές περιγραφές και φωτογραφίες, για προέγκριση από την Ε.Ε.Α.Ε.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε προηγούμενο χρόνο και με διαφορετικές διαδικασίες, είχε προκύψει από τον πλήρως και επαρκώς τεκμηριωμένο διοικητικό φάκελο, ότι οι αρχαιολογικές υπηρεσίες ΔΠΑΝΣΜ (Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων) και ΥΝΜΤΕΑΑΣΚ (Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Αττικής, Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Κυκλάδων) είχαν προτείνει, στις σχετικές εκθέσεις τους, τον χαρακτηρισμό του των κτηρίων Κ1 και Κ2 ως νεώτερα μνημεία, λόγω της αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας τους, ενώ και με πρόσθετη απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονταν συμπληρωματικοί όροι και περιορισμοί δόμησης.
Επιχειρήματα της αιτούσας εταιρείας
Η αιτούσα εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τη διεθνή νομοθεσία για την πολιτιστική κληρονομιά (Σύμβαση των Παρισίων και Σύμβαση της Γρανάδας), όσο και το άρθρο 24 του Συντάγματος, με το σκεπτικό ότι δε λήφθηκε υπόψη η απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας του 2019, ούτε οι μελέτες περί στατικής ανεπάρκειας του Κτηρίου 2 που το καθιστούν πλέον επικίνδυνο και μη βιώσιμο. Η ξενοδοχειακή επιχείρηση επικαλέστηκε παραβάσεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπό το πρίσμα της προστασίας των βασικών διοικητικών αρχών της νομιμότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου έναντι της Διοίκησης και της χρηστής διοίκησης, αναφέροντας ότι η παράβλεψη της διοίκησης σχετικά με την προηγούμενη απόφαση του ΥΠΕΝ, η ελλιπής αιτιολογία των κρίσεων και η ύπαρξη δύο αντιφατικών αποφάσεων σχετικά με το ίδιο ακίνητο, κατέστησαν αδύνατη την αξιοποίηση της ιδιοκτησίας της και την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων της.
Σκεπτικό του δικαστηρίου
Το δικαστήριο επεσήμανε, ότι εν προκειμένω, ο χαρακτηρισμός των επίδικων κτιρίων ως διατηρητέων έγινε βάσει άλλης νομοθεσίας (ΓΟΚ), με διακεκριμένη διαδικασία και διαφορετικά κριτήρια σε σχέση με τον χαρακτηρισμό τους ως μνημείων, βάσει των διατάξεων της αρχαιολογικής νομοθεσίας, οι οποίες ισχύουν παράλληλα με τις ως άνω πολεοδομικές διατάξεις.
Συνεπώς, ο επίμαχος χαρακτηρισμός, ερειδόμενος στις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 3028/2002, με τις οποίες επιδιώκεται -η επιβαλλόμενη από το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος- διάσωση των πολιτιστικών στοιχείων και η προστασία εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν καθίσταται ακυρωτέος, εκ του λόγου ότι τα ίδια κτίρια έχουν ήδη χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα με τις διατάξεις τις πολεοδομικής νομοθεσίας.
Επίσης, ως προς το νομικό σκέλος, υπογράμμισε ότι η εφαρμογή της αρχής του κράτους δικαίου, καθώς και των απορρεουσών εξ αυτής αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου έναντι της Διοικήσεως και της αρχής της χρηστής διοίκησης, προϋποθέτει τη δυνατότητα επιλογής της διοικήσεως μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, ενώ ο χαρακτηρισμός μνημείου -κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3028/2002- αποτελεί για τη Διοίκηση αρμοδιότητα που ασκείται κατά δέσμια εξουσία, στο πλαίσιο της υποχρέωσης της Πολιτείας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, και δεν εναπόκειται στη διακριτική της ευχέρεια, απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς της αιτούσας. Τέλος, επεσήμανε, όπως έχει κριθεί και στο παρελθόν, ότι ο χαρακτηρισμός κτηρίου ως μνημείου συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, έστω και αν οδηγεί σε αδυναμία επωφελέστερης οικονομικής εκμετάλλευσης του ακινήτου.
Επί των πραγματικών περιστατικών, το εν λόγω συγκρότημα θεωρήθηκε ως ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας, με το σκεπτικό ότι διέθετε αξιόλογα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά στοιχεία της τυπολογίας του παλαιού αθηναϊκού σπιτιού. Παράλληλα, το ίδιο το συγκρότημα μαζί με τα υπόλοιπα κτίρια των μετώπων επί των οδών Ηρακλειδών και Αμφικτύονος, αποτελεί μια ιδιαίτερα αξιόλογη συνεκτική ενότητα χαμηλής κλίμακας με νεοκλασικά μορφολογικά στοιχεία στις όψεις, αντιπροσωπευτικά της πρώτης οικιστικής ανάπτυξης της περιοχής του Θησείου. Τέλος, η νευραλγική θέση των δύο κτιρίων συνδέεται με βαρύνουσες φάσεις ανάπτυξης της πόλης των Αθηνών και η εγγύτητα τους με άλλες σημαντικές οδούς και αρχαιολογικούς χώρους δημιουργεί μια πολιτιστική διαδρομή από την αρχαιότητα μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Έτσι, το ΣτΕ, αφού επεσήμανε το ανέλεγκτο της ουσιαστικής κρίσης της Διοικήσεως, όπως και τη διαφορετική λειτουργία, ημερομηνία και διαδικασία έκδοσης των αλλεπάλληλων αποφάσεων των διοικητικών οργάνων, απέρριψε τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της αιτούσας εταιρείας, επιβεβαιώνοντας την απόφαση χαρακτηρισμού των κτιρίων ως νεώτερων μνημείων.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΣτΕ 706/2024