Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δεν έδωσε «πράσινο φως» στη νομική προσπάθεια της αιτούσας να τεθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης ο σύντροφός της με τον οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, καθότι έκρινε ότι η ίδια δεν εντάσσεται στον κύκλο των προσώπων που ενεργητικώς νομιμοποιούνται να υποβάλουν αίτηση (ΜΠρΑθ 954/2024).
Πρόκειται για μια απόφαση με ιδιαίτερη σημασία, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι το βασικό επιχείρημα όσων είχαν ταχθεί κατά της νομοθετικής πρωτοβουλίας για την ισότητα στον γάμο ήταν ότι το σύμφωνο συμβίωσης καλύπτει με απόλυτη πληρότητα τα ζητήματα που αφορούν στην οργάνωση της συμβίωσης των προσώπων.
Η δικαστική συμπαράσταση εξυπηρετεί την προστασία προσώπων που για κάποιους λόγους αδυνατούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους ως ενεργοί πολίτες. Για να τεθούν τα συγκεκριμένα πρόσωπα σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης είναι προφανές ότι πρέπει να τηρηθούν κάποιες πολύ αυστηρές διατυπώσεις. Όπως, άλλωστε, ορίζει και ο Αστικός Κώδικας, η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το Δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση ή των γονέων ή των τέκνων του ή του Εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως. Ειδικότερα, ο κύκλος των προσώπων που νομιμοποιούνται να κινήσουν τη διαδικασία της δικαστικής συμπαράστασης είναι εξαιρετικά περιορισμένος, γεγονός που συνεπάγεται ότι, με εξαίρεση τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο νόμο πρόσωπα, κανένα άλλο πρόσωπο, όπως συγγενής, ακόμη και αδελφός ή τρίτος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον, δεν νομιμοποιείται να υποβάλει αίτηση για την κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση του πάσχοντος.
Με το Ν 3719/2008 εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης ως εναλλακτική, σε σχέση με το γάμο, μορφή μόνιμης συμβίωσης ετεροφύλων προσώπων, θέτοντας ένα νομικό πλαίσιο και ρυθμίζοντας συστηματικά αυτή τη μορφή συμβίωσης, οριοθετώντας με τρόπο σαφή τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των συμβιούντων προσώπων. Οι ρυθμίσεις του συγκεκριμένου νόμου έχουν ως αφετηρία την αρχή ότι στην ελεύθερη συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο. Ταυτόχρονα, όμως, ο νόμος αυτός κατοχυρώνει την προστασία των τέκνων που γεννώνται από το ζεύγος των συντρόφων (πατρότητα, επώνυμο, γονική μέριμνα) και το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου. Επακολούθησε ο Ν 4356/2015, απόρροια της καταδίκης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τον οποίο ο νομοθέτης επέκτεινε την ισχύ του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Το ζήτημα της νομιμοποίησης του ενός μέρους συμφώνου συμβίωσης να υποβάλει αίτηση για την κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση του πάσχοντος άλλου μέρους ερείδεται στη θεωρία
Παρά τις επανειλημμένες, ωστόσο, νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με το σύμφωνο συμβίωσης, ουδεμία αλλαγή επήλθε ως προς τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να κινήσουν τη διαδικασία της δικαστικής συμπαράστασης. Άλλωστε, είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι, ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης δεν εξομοιώνεται με εκείνον του γάμου, παρά μόνο στην έκταση που ο νομοθέτης ρητώς το επέλεξε (π.χ. ως προς το μεταξύ των μερών κληρονομικό δικαίωμα), καθώς, γενικότερα, με το σύμφωνο συμβίωσης προωθείται, κατά κανόνα, η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, οι δε αναγκαστικού δικαίου διατάξεις εισάγονται εκεί όπου αυτό επιβάλλεται, όπως στο τεκμήριο πατρότητας των τέκνων, το επώνυμο των μερών και των τέκνων τους ή στα ζητήματα της γονικής μέριμνας. Τέλος, σημειώνεται ότι, το ζήτημα της νομιμοποίησης του ενός μέρους συμφώνου συμβίωσης να υποβάλει αίτηση για την κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση του πάσχοντος άλλου μέρους ερείδεται στη θεωρία (αρνητικός ο Απ. Γεωργιάδης, θετική Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη).
Εν προκειμένω, η αιτούσα ζήτησε να τεθεί ο καθ’ ου συμβίος της, με τον οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης. Ειδικότερα, ζήτησε να διοριστεί η ίδια προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια και, μετά την τελεσιδικία απόφασης, οριστική δικαστική συμπαραστάτρια, όπως επίσης και να οριστεί εποπτικό συμβούλιο από τα πρόσωπα που όρισε.
Εντούτοις, η αίτηση απορρίφθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας, δεδομένου ότι τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να προχωρήσουν στην υποβολή αίτησης για να τεθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση είναι συγκεκριμένα και σε αυτά δεν εντάσσεται η αιτούσα, αν και σύντροφος του συμπαραστατέου.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΠρΑθ 954/2024