Η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας μιας πρώην δικηγόρου Θεσσαλονίκης ήρθε πρόσφατα στο φως, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δικηγόρος, που ασκούσε το επάγγελμα για περισσότερο από μια δεκαετία, βρέθηκε αντιμέτωπη με την απόφαση της Διοίκησης για οριστική απομάκρυνση από το δικηγορικό λειτούργημα, εξαιτίας αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για πλαστογραφία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, η δικηγόρος καταδικάστηκε από το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης το 2011 για πλαστογραφία με χρήση, με ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών και τριετή αναστολή. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε μετά από έφεση της αιτούσας και του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης κατά της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Η καταδίκη της έγινε αμετάκλητη στις 12 Ιανουαρίου 2012, όταν ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που άσκησε.
Σε περιπτώσεις αμετάκλητης καταδίκης για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης υποχρεούται να εκδώσει διαπιστωτική πράξη αποβολής, όπως αρχικώς παρατήρησε το Συμβούλιο της Επικρατείας, τονίζοντας ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι διοικητικό και όχι πειθαρχικό, και επιβάλλεται αυτοδίκαια, δηλαδή χωρίς να προηγηθεί πειθαρχική διαδικασία. Η πράξη αποβολής της ιδιότητας εκδίδεται μόνο βάσει της αντικειμενικής προϋπόθεσης της αμετάκλητης καταδίκης, χωρίς ουσιαστική εκτίμηση της συμπεριφοράς του δικηγόρου.
Ενδιαφέρον, εν συνεχεία, παρουσιάζει στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η σκέψη ότι η δικηγορική ιδιότητα αποτελεί δημόσιο λειτούργημα, που συνδέεται με την απονομή της δικαιοσύνης, και ως εκ τούτου οι προϋποθέσεις για την άσκησή της πρέπει να διασφαλίζουν την ηθική ακεραιότητα του επαγγέλματος. Υπό την έννοια αυτή, ο νομοθέτης, με τις διατάξεις περί αποβολής της ιδιότητας του δικηγόρου, επιδιώκει να αποκλείσει από το επάγγελμα άτομα με αμετάκλητη ποινική καταδίκη για αδικήματα που αφορούν την ηθική ακεραιότητα του δικηγόρου. Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη είναι, όπως υπογράμμισε το δικαστήριο, αναγκαία για την διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος εν γένει.
Περαιτέρω, η δικηγόρος ισχυρίστηκε ότι η αυτοδίκαιη αποβολή της ιδιότητας παραβιάζει το δικαίωμά της στην επαγγελματική ελευθερία και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς η πράξη αποβολής εκδόθηκε μετά την παρέλευση πολλών ετών από την τέλεση του αδικήματος και ενώ είχε διανύσει μεγάλο μέρος του επαγγελματικού της βίου. Όμως, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε αυτό το επιχείρημα, σημειώνοντας ότι ένας δικηγόρος που έχει σε βάρος του αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση δεν δικαιολογείται να αναμένει ότι θα εξακολουθήσει να ασκεί το επάγγελμά του.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, το δικαίωμα της αιτούσας στην ιδιωτική ζωή και το κατά πόσο η αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας συνιστά επέμβαση σε αυτό, καθώς και σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο αθέμιτης παρέμβασης στα περιουσιακά της αγαθά, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι επεμβάσεις αυτές είναι δικαιολογημένες. Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο θεώρησε ότι, λόγω του δημόσιου χαρακτήρα του δικηγορικού επαγγέλματος και της στενής σύνδεσής του με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, οι περιορισμοί αυτοί είναι θεμιτοί και εξυπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΣτΕ 509/2024