fbpx

Ύδρα: Δικαστική διαμάχη για την κυριότητα ιερού ναού (ΜονΠρωτΠειρ 3567/23)

Το παρεκκλήσι όπως αποδείχθηκε δεν εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις θρησκευτικές ανάγκες της οικογένειας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων αλλά αντιθέτως εξυπηρετούσε τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων της Ενορίας και ευρύτερα του νησιού

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Πόσο συχνά, άραγε, καλούνται τα δικαστήρια να αποφανθούν σχετικά με την κυριότητα ενός ιερού ναού; Και όσες φορές πράγματι το κάνουν, τι είδους νομικά επιχειρήματα αξιοποιούν;

Με επίδικο την κυριότητα ενός ιερού ναού πρόσφατα ασχολήθηκε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προχωρώντας στην έκδοση μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας απόφασης. Η δικαστική διαμάχη, όμως, δεν είχε «αίσιο τέλος» για τους ενάγοντες οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι είναι κύριοι του επίδικου ναού, είδαν τελικώς το σύνολο των ισχυρισμών τους να καταρρίπτονται.

Βασικές σκέψεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Αρχικά, σύμφωνα με το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, από τις διατάξεις που διέπουν το νομικό καθεστώς των ιερών ναών συνάγεται ότι για να αναγνωριστεί από τους κανόνες της εκκλησίας και τις αντιστοίχου περιεχομένου νομοθετικές διατάξεις η δυνατότητα κτήσης ιδιόκτητου ναού προϋποτίθεται ο ιδιόκτητος ναός να έχει ανεγερθεί επί ιδιοκτήτου εδάφους του κτήτορα για να εξασφαλισθεί το αδιατάρακτο της λειτουργίας του. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να κάνουν χρήση του ιδιόκτητου ναού είναι περιορισμένος και ως εκ τούτου δεν προσφέρεται για σκοπούς δημόσιας λατρείας. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δημόσια λατρεία εν γένει συνιστά η εξωτερική εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης με ορισμένες πανηγυρικές πράξεις. Για την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, η έννοια της «λατρείας» δεν περιορίζεται μόνο στα τελούμενα από την Εκκλησία μυστήρια ούτε -ευρύτερα- σε λατρευτικές εκδηλώσεις, στις οποίες πάντως μετέχουν κληρικοί της, αλλά είναι ακόμη ευρύτερη και καταλαμβάνει και κάθε μορφή πράξεων λατρείας που έχουν διαπλασθεί από την Ιερά Παράδοση (λ.χ. άναμμα κηρίων, προσκύνηση εικόνων και διαφόρων κειμηλίων, προσευχή πιστών).

Οι ισχυρισμοί των εναγόντων

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι είναι αποκλειστικοί κύριοι, νομείς και κάτοχοι ιδιωτικού ναού. Όπως τόνισαν, ο ναός ήταν πάντοτε ιδιωτικός και εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο τις θρησκευτικές ανάγκες των εκάστοτε ιδιοκτητών του και της οικογένειάς τους, ενώ ουδέποτε αποδόθηκε με οποιοδήποτε τρόπο στη δημόσια θεία λατρεία. Επίσης, επέμειναν στο γεγονός ότι, λειτουργούσε μόνο μία φορά τον χρόνο, στην ετήσια πανήγυρι της 21ης Νοεμβρίου, που γινόταν με επιμέλεια, φροντίδα και δαπάνες των εκάστοτε ιδιοκτητών του, οι οποίοι προσκαλούσαν τον ιερέα και τους ψάλτες για την τέλεση της θείας λειτουργίας. Επίσης, σύμφωνα με τους ενάγοντες, το εκκλησάκι ανήκε στις αρχές του 19ου αιώνα σε πρόκριτο της προεπαναστατικής Ύδρας, ιδιοκτήτη του παρακείμενου αρχοντικού. Όπως, μάλιστα, τόνισαν ο ιδιωτικός ναός θεωρούνταν ανέκαθεν «παράρτημα» του παρακείμενου ακινήτου και μεταβιβαζόταν ατύπως κατά κυριότητα, νομή και κατοχή από τον έναν ιδιοκτήτη στον άλλο μαζί με αυτό. Μάλιστα, κατά τους ισχυρισμούς τους, το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή τους με άτυπη δωρεά, την οποία συνέστησε προς αυτούς η ιδιοκτήτριά του και θεία τους την ίδια ημέρα που τους μεταβίβασε το παρακείμενο αρχοντικό δυνάμει του προαναφερόμενου συμβολαίου δωρεάς, σύμφωνα με την ακολουθούμενη στο νησί πρακτική, κατά την οποία ο ιδιωτικός ναός μεταβιβαζόταν από τον εκάστοτε ιδιοκτήτη μαζί με το παρακείμενο αρχοντικό. Σε κάθε περίπτωση, όπως τέλος δήλωσαν, το ακίνητο περιήλθε πρωτίστως στην κυριότητα, νομή και κατοχή τους από κληρονομιά της θείας, την οποία και αποδέχτηκαν, ενώ δευτερευόντως θεμελίωσαν τα παραπάνω δικαιώματα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.

Τι αποδείχθηκε

Ωστόσο, στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας, αποδείχθηκε ότι όλοι οι άμεσοι και απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων απέκτησαν το παρακείμενο στο επίδικο ακίνητο – αρχοντικό, χωρίς ποτέ να κάνουν αναφορά στο επίδικο ακίνητο, το οποίο όχι μόνο δεν το μεταβίβαζαν, αλλά το περιέγραφαν διακριτά στα συμβόλαια ως ξεχωριστό γειτνιάζον ακίνητο με το αρχοντικό. Άλλωστε, εάν θεωρούσαν ότι είχαν αποκτήσει την κυριότητα, νομή και κατοχή του επίδικου ακινήτου θα το είχαν μεταβιβάσει στους δικαιοδόχους τους με συμβολαιογραφικό τίτλο. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, οι ενάγοντες δεν απέκτησαν με παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας το επίδικο ακίνητο.

Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο επίδικος Ιερός Ναός χτίστηκε κατά τα έτη 1780 με 1790 σε ακίνητο άγνωστου ιδιοκτήτη από άγνωστο πρόσωπο και παραδόθηκε στη θεία λατρεία σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι αυτό δεν εξυπηρετούσε σε καμία περίπτωση αποκλειστικά τις θρησκευτικές ανάγκες της οικογένειας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε ότι εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων της Ενορίας και ευρύτερα του νησιού της Ύδρας, στο οποίο παρεκκλήσι τελούνταν πέραν από τις Θείες Λειτουργίες για την Εορτή αυτού και άλλα μυστήρια όπως βαπτίσεις, μνημόσυνα, λειτουργίες υπέρ υγείας κατοίκων της περιοχής. Συνεπώς, δεδομένου ότι το επίδικο παρεκκλήσι δεν έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο που να ανήκει κατά κυριότητα στους ενάγοντες ή σε δικαιοπάροχο τους κατά το χρόνο της ανέγερσής του και έχει τεθεί σε δημόσια λατρεία, δεν μπορεί να αποκτηθεί με όρους χρησικτησίας, για τον λόγο αυτό συνιστά παρεκκλήσι που ανήκει στον πλησιέστερο ενοριακό ναό.

Τέλος, είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι ο επίδικος ναός, καθόσον ανεγέρθηκε κατά τα έτη 1780 με 1790, συνιστά αρχαιολογικό μνημείο και στο μέτρο που εξυπηρετεί θρησκευτικούς σκοπούς έχει την ιδιότητα του πράγματος εκτός συναλλαγής.

Κατόπιν τούτων, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά έκρινε ότι οι ενάγοντες δεν απέκτησαν την κυριότητα και τη νομή του επίδικου ναού και οικοπέδου στο οποίο αυτός βρίσκεται, απορρίπτοντας την αγωγή τους.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜονΠρωτΠειρ 3567/23

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -