6 χρόνια και 21 ημέρες, εν μέσω μακρόσυρτων δικαστικών διενέξεων, χρειάστηκαν για να αναγνωριστεί το δικαίωμα του αιτούντος να ασκήσει στην Ελλάδα το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου μηχανικού και μηχανικού ηλεκτρονικών υπολογιστών δυνάμει των επαγγελματικών προσόντων που απέκτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι αδικαιολόγητες καθυστερήσεις οδήγησαν πολύ πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 142/2024) στο συμπέρασμα ότι το παραπάνω διάστημα δεν συμβιβάζεται με το αίτημα επίλυσης των διαφορών εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος – περίπτωση για την οποία αρκετές φορές έχει καταδικαστεί η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το ανεύλογο των καθυστερήσεων στις επίμαχες διαδικασίες είχε ως αποτέλεσμα ο αιτών να υποστεί ηθική βλάβη, καθότι όλο αυτό το διάστημα της αναμονής αδυνατούσε να ξεκινήσει την απασχόλησή του ως ηλεκτρολόγος μηχανικός και μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, υπό την ιδιότητα είτε του μισθωτού είτε του ελεύθερου επαγγελματία, με αποτέλεσμα να αναφύονται ζητήματα βιοπορισμού του.
Ιστορικό
Ο αιτών ζήτησε με αίτησή του προς το ΣΑΕΠ (νυν ΑΤΕΕΝ), κατόπιν υποβολής των απαιτούμενων δικαιολογητικών, να αναγνωρισθεί το δικαίωμά του να ασκήσει στην Ελλάδα το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου μηχανικού και μηχανικού ηλεκτρονικών υπολογιστών βάσει των επαγγελματικών δικαιωμάτων που απέκτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία όμως απορρίφθηκε.
Ειδικότερα, το αίτημα απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι «έχοντας πραγματοποιήσει και ολοκληρώσει επιτυχώς μόνον ένα έτος σπουδών σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε άλλο ίδρυμα αναλόγου επιπέδου, δεν πληροί τις διατάξεις του άρθρου 11 του ΠΔ 38/2010 για τα απαιτούμενα επίπεδα επαγγελματικών προσόντων».
Εν συνεχεία, ο αιτών άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης του ΣΑΕΠ η οποία, ομοίως, απορρίφθηκε με την 1284/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ο αιτών άσκησε στις 23.12.2016 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε αρχικώς στη δικάσιμο της 30ής.5.2017, αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως τρεις φορές (δικάσιμοι 30.5.2017, 17.10.2017 και 12.12.2017) και συζητήθηκε τελικώς στη δικάσιμο της 20ής.2.2018.
Περαιτέρω, η εν λόγω έφεση έγινε δεκτή με το σκεπτικό ότι η κρίση της εκκαλούμενης απόφασης σύμφωνα με την οποία ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ΠΔ 38/2010 για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων για την άσκηση του επαγγέλματος του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Μηχανικού Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, εδράζεται σε πλημμελή ερμηνεία. Όπως τονίστηκε μάλιστα, κατά την έννοια των διατάξεων της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ, στο γενικό σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων, κάθε δίπλωμα αναγνωρίζεται και λαμβάνεται υπόψη διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση του κατόχου σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα εντός του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε ή αναγνωρίσθηκε και όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαίδευσης που πιστοποιεί ο τίτλος αυτός. Με τις διατάξεις της οδηγίας και του ΠΔ 38/2010, βάσει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς τα επαγγελματικά προσόντα που αναγνωρίζουν, οι αρχές που χορηγούν τα διπλώματα που παρέχουν πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα οφείλουν να ελέγχουν, βάσει των κανόνων που διέπουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα, αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση των διπλωμάτων αυτών.
Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να ελέγξει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκαν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ζήτημα αν το εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο πραγματοποίησε τις σπουδές του ο κάτοχος του διπλώματος είναι πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης, ζήτημα το οποίο κρίνεται βάσει των κανόνων που διέπουν το σύστημα εκπαίδευσης του κράτους μέλους του οποίου η αρμόδια αρχή χορήγησε το δίπλωμα. Τούτο ισχύει, κατ’ αναλογία, για τις ανάγκες εφαρμογής του συστήματος αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων που έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος, και στην περίπτωση που τίτλος σπουδών έχει χορηγηθεί από το κράτος μέλος υποδοχής, εντός του εκπαιδευτικού συστήματος του οποίου δεν αποτελεί πανεπιστημιακό δίπλωμα, δεδομένου ότι δεν χορηγείται από φορέα που υπάγεται στην ανώτατη εκπαίδευση ή σε φορέα εκπαίδευσης που χορηγεί ισοδύναμους τίτλους κατά το σύστημα αυτό, αλλά σε μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση εν γένει, έχει, όμως, αναγνωρισθεί και αποτελέσει μέρος συνόλου τίτλων σπουδών και άλλων επαγγελματικών προσόντων στην χώρα καταγωγής (πανεπιστημιακό δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών και επαγγελματική πείρα) που οδηγούν, μέσω της εγγραφής στις αντίστοιχες επαγγελματικές ενώσεις, στο δικαίωμα άσκησης της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας στο κράτος μέλος καταγωγής.
Συνεπώς, ο χορηγηθείς από το κράτος υποδοχής τίτλος εκπαίδευσης, δεδομένου ότι εντάσσεται στο σύνολο τίτλων και προσόντων που παρέχουν στον ενδιαφερόμενο δικαίωμα άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας στο κράτος καταγωγής, μόνο ως προς την ουσιαστική αντιστοίχιση των προσόντων που πιστοποιεί προς εκείνα που απαιτούνται από το κράτος υποδοχής μπορεί να ελεγχθεί και όχι ως προς την τυπική κατάταξή του στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υποδοχής. Έτσι, λοιπόν, κρίθηκε ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεχθείσα, κατά τρόπο που αποκόπτει τον αιτούντα από οποιαδήποτε δυνατότητα αναγνώρισης, ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι απαιτούμενες από το άρθρο 11 του ΠΔ 38/2010 προϋποθέσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών του προσόντων, προκειμένου να ασκήσει στην Ελλάδα το επάγγελμα του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Μηχανικού Ηλεκτρονικών Υπολογιστών που δικαιούται να ασκεί στην Μ. Βρετανία, δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, και κατ’ επέκταση πρέπει η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση.
Ωστόσο, εκ προφανούς παραδρομής στο διατακτικό της ως άνω 1438/2022 απόφασης αναγράφηκε ότι «Εξαφανίζει την 1286/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών», αντί του ορθού που είναι η 1284/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού.
Δεδομένης της παραπάνω παραδρομής, στις 27.9.2022 κινήθηκε αυτεπαγγέλτως διαδικασία διόρθωσης της 1438/2022 απόφασης, η υπόθεση συζητήθηκε στις 13.12.2022 και στις 20.12.2022 δημοσιεύθηκε η 2521/2022 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία διορθώθηκε το διατακτικό της 1438/2022 απόφασης στο ορθό. Η διαδικασία καθαρογραφής και υπογραφής της απόφασης αυτής ολοκληρώθηκε στις 13.1.2023. Κατόπιν αυτών εκδόθηκε στις 18.1.2023, σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η απόφαση του Αυτοτελούς Τμήματος Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού με την οποία επιβλήθηκε στον αιτούντα γραπτή δοκιμασία σε τρία γνωστικά αντικείμενα, προκειμένου να αναγνωρισθεί η επαγγελματική ισοδυναμία του τίτλου σπουδών του με τον αντίστοιχο τίτλο του ηλεκτρολόγου μηχανικού και μηχανικού ηλεκτρονικών υπολογιστών που χορηγούν τα ελληνικά ΑΕΙ. Κατά της απόφασης αυτής ο αιτών άσκησε ενδικοφανή προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή και αναγνωρίστηκε εν τέλει ότι ο αιτών έχει αποκτήσει επαγγελματικά προσόντα ηλεκτρολόγου μηχανικού και μηχανικού ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Ηνωμένο Βασίλειο και έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το επάγγελμα αυτό στην Ελλάδα.
Η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπόθεση ξεκίνησε στις 23.12.2016 με την κατάθεση της έφεσης του αιτούντος στη γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και έληξε στις 13.1.2023 με την καθαρογραφή, γεγονός που συνεπάγεται ότι χρειάστηκαν 6 χρόνια και 21 ημέρες για την εκδίκαση της υπόθεσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της «εύλογης» διάρκειας της δίκης, ούτε οι απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας».
Κατόπιν τούτων, αποφάνθηκε ότι, η καθυστέρηση προκάλεσε ηθική βλάβη στον αιτούντα, που εντοπίζεται στην αβεβαιότητα και την αγωνία για την έκβαση της υπόθεσής του, για την αποκατάσταση της οποίας παρίσταται δικαιολογημένη η επιδίκαση σε αυτόν του εύλογου χρηματικού ποσού των 3.500 ευρώ για τη δίκαιη ικανοποίησή του.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΣτΕ 142/2024
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ως λόγος αποζημιώσεως