Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Λάρισας τάχθηκε υπέρ των ισχυρισμών του αλλοδαπού, υπηκόου Αλβανίας στην απόφαση 24/2024, ο οποίος με την αίτηση του ζητούσε την ακύρωση της απορριπτικής απάντησης της διοίκησης στο αίτημα της ανανέωσης της άδειας διαμονής που κατείχε, ερειδόμενη αποκλειστικά στον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως προσώπου επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας λόγω προηγούμενων ποινικών καταδικών.
Πραγματικά περιστατικά
Ο αιτών είχε εισέλθει νομίμως στην Ελλάδα το 2002 και έκτοτε ζούσε αδιάλειπτα στην χώρα έχοντας λάβει πληθώρα (προσωρινών) αδειών διαμονής, μεταξύ των οποίων και μια δεκαετή άδεια διαμονής, η οποία είχε λήξει ήδη από το 2022. Κατόπιν αυτής της εξέιλξης, ο αιτών υπέβαλε νέο αίτημα για ανανέωση της τελευταίας άδειας διαμονής που κατείχε σε άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία (άρ. 138 του ν. 4251/2014).
Κατά την εξέταση του αιτήματος, η Διοίκηση προέβη σε έρευνα για τη συνδρομή λόγων δημόσιας τάξης στο πρόσωπο του αιτούντος και διαπίστωσε ότι ο αιτών είχε καταδικαστεί τρεις φορές στο παρελθόν. Συγκεκριμένα είχε καταδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, σε φυλάκιση τριών (3) ετών, με τριετή αναστολή, για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και, παράλληλα, με δύο αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, σε ποινές φυλάκισης 40 ημερών και 30 ημερών, αντιστοίχως, μετατραπείσες σε χρηματικές ποινές, για παράβαση του Κ.Ο.Κ. (οδήγηση οχήματος χωρίς την κατοχή κατάλληλης άδειας οδήγησης).
Η Διοίκηση, λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις καταδίκες, απέρριψε το αίτημα του αιτούντος περί ανανέωσης της άδειας διαμονής με την αιτιολογία ότι, λόγω του ποινικού μητρώου του, συνέτρεχαν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπο του αιτούντος, καθώς και κίνδυνος διαφυγής του. Επιπρόσθετα η διοίκηση επέβαλε σε βάρος του αιτούντος και το μέτρο της διοικητικής επιστροφής, με οικειοθελή αναχώρηση από τη χώρα αμέσως μετά την επίδοση σε αυτόν της εν λόγω απόφασης.
Ισχυρισμοί του Αιτούντος
Ο Αλβανός υπήκοος «απάντησε» στην διοίκηση με την αίτηση ακύρωσης κατά της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης του Τμήματος Αδειών Διαμονής Λάρισας. Ο αιτών υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν έλαβε υπόψη τους οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς που έχει αναπτύξει στη χώρα. Συγκεκριμένα ο ίδιος ζει και εργάζεται μόνιμα στην χώρα για δύο δεκαετίες, εκπληρώνοντας τις κοινωνικοασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις του ενώ από το 2016 διαμένει στην χωρά μαζί με τη σύζυγο και τα δύο ανήλικα παιδία τους που φοιτούν σε ελληνικά σχολεία. Επίσης ανέφερε ότι η διοίκηση παρότι στηρίχθηκε στις καταδικαστικές αποφάσεις, παρέλειψε να λάβει υπόψιν την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης πρότερου έντιμου βίου στο πρόσωπο του -με αποτέλεσμα η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης να αναστείλει- ενώ, παράλληλα, σημείωσε ότι δεν του επιβλήθηκε δικαστική απέλασή καθώς δεν κρίθηκε ικανός για τέλεση παρόμοιων αδικημάτων.
Η Κρίση του Δικαστηρίου
Οι διοικητικές δικαστές, αφού εξέτασαν τη νομιμότητα της απόφασης της Διοίκησης, δικαίωσαν τον αιτούντα συμφωνώντας στους ισχυρισμούς του περί ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ανωτέρω καταδίκες για παραβάσεις του Κ.Ο.Κ χαρακτηρίζονται ως ήσσονος σημασίας βαρύτητας, τελεσθείσες σε παρωχημένο χρόνο (το έτος 2007) και για τις οποίες οι επιβληθείσες ποινές ήταν ποινές φυλάκισης λίγων ημερών, μετατραπείσες εν συνεχεία σε χρηματικές. Εφόσον οι καταδίκες αυτές δεν δύνανται να θεωρηθούν ενδείξεις ροπής προς τη διάπραξη αδικημάτων και επαναλαμβανόμενης αξιόποινη συμπεριφοράς, δεν δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη.
Αναφορικά, με την καταδίκη του 2022 για το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών, το Δικαστήριο αναγνώρισε την ιδιαίτερη ποινική απαξία του αδικήματος, αλλά επεσήμανε ότι η Διοίκηση δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της καθώς όφειλε να εξετάσει τα δεδομένα της υπόθεσης σε μεγαλύτερο βάθος. Το δικαστήριο ανέφερε χαρακτηριστικά ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, ο πλημμεληματικός του χαρακτήρας, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής και η συμπεριφορά του αιτούντος μετά την καταδίκη αλλά αντιθέτως η διοίκηση αρκέστηκε μόνο στην αναφορά του είδους του ανωτέρω αδικήματος και του ύψους της επιβληθείσας στον αιτούντα ποινής.
Το δικαστήριο κατέληξε ότι η διοίκηση απέτυχε να συνεκτιμήσει και σταθμίσει -κατ’ εφαρμογή των επιταγών της αρχής της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης- τα στοιχεία της προσωπικής, οικογενειακής και επαγγελματικής κατάστασης του αιτούντος και την ύπαρξη των βιοτικών δεσμών που είχε δημιουργήσει στη χώρα.
Μάλιστα όφειλαν να λάβουν ιδιαιτέρως υπόψη την μακρά διάρκεια της νόμιμης διαμονής του στην Ελλάδα (από το έτος 2002), την απασχόληση του με παράλληλη εκπλήρωση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεών του, των δεσμών που ανέπτυξε στην επικράτεια ο ίδιος αλλά και η οικογένειά του (η οποία διαβιοί μαζί του από το 2016), καθώς και του βέλτιστου συμφέροντος των ως άνω ανήλικων τέκνων του που έχουν ενταχθεί πλήρως στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας.
Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση του αιτούντος και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας. Η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για νέα, νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη κρίση.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΤρΔΠρΛαρ 24/2024