Με την υπ’ αριθ. 517/2024 Απόφαση, το Ε’ Ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου κλήθηκε να ερμηνεύσει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής περί αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας σε υπόθεση αυθαίρετης κατάληψης δημοσίου κτήματος.
Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς έχουν ως εξής:
Εντός οικοπέδου συνιδιοκτησίας μίας εκ των κατηγορουμένων βρισκόταν μεταβυζαντινό κτίσμα χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο μνημείο. Στην αρχή του διαδρόμου πρόσβασης στο ακίνητο βρισκόταν τοποθετημένη ξύλινη αυλόπορτα. Ιδιοκτήτης όμορου ακινήτου αντικατέστησε παλαιά πέτρινη περίφραξη, που χώριζε τις δύο ιδιοκτησίες, με νέα, διανοίγοντας τρεις εισόδους προκειμένου, διερχόμενος μέσω αυτών, να έχει πρόσβαση στη δημοτική οδό. Με αφορμή το γεγονός αυτό ξεκίνησε δικαστική διαμάχη, προς άρση της προσβολής κυριότητας επί της επίδικης λωρίδας γης, με αμφισβήτηση του χαρακτήρα της ως κοινόχρηστης δημοτικής οδού. Τα πολιτικά δικαστήρια έκριναν ότι το τμήμα του διαδρόμου διέλευσης αποτελεί διακλάδωση παλαιότερης δημοτικής οδού που έχει καταστεί κοινόχρηστη και εξυπηρετούσε μέσω υδραύλακα την άρδευση της περιοχής.
Παρακάμπτοντας την κρίση των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά και την ανακλητική απόφαση της Εφορείας Αρχαιοτήτων, η συγκατηγορούμενη για ηθική αυτουργία σε καταπάτηση δημοσίου κτήματος, έπεισε τον σύζυγό της να τοποθετήσει εκ νέου αυλόπορτα επί της οδού που είχε χαρακτηριστεί κοινόχρηστη. Ο δήμος προχώρησε στην έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και υποχρέωσε σε αφαίρεση της θύρας.
Η υπόθεση έφτασε στα ποινικά δικαστήρια, εξ αιτίας της επίμονης στάσης της συνιδιοκτήτριας του οικοπέδου και των συνεχών ενεργειών της ενώπιον της Διοίκησης με σκοπό να ανατραπεί ο χαρακτηρισμός του τμήματος της οδού ως κοινόχρηστου. Παρά την έκδοση αντίθετων αποφάσεων κατά την εκδίκαση της αστικής διαφοράς, η κατηγορούμενη απέσπασε την αρχική έγκριση της Εφορίας Αρχαιοτήτων για την τοποθέτηση αυλόπορτας στην αρχή του οικοπέδου, έγκριση η οποία εν συνεχεία ανακλήθηκε. Γνωρίζοντας την ανάκληση της απόφασης, ο σύζυγος της κατηγορουμένης, κατόπιν παραινέσεων της, τοποθέτησε ξανά δίφυλλη πόρτα στην αρχή του διαδρόμου πρόσβασης, επί του δημοσίου κτήματος. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε αξιόποινη κατά τις διατάξεις για την προστασία των δημοσίων κτημάτων.
Νομικό σκέλος
Οι συγκατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων για αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου κτήματος και ηθική αυτουργία στην ίδια πράξη. Άσκησαν αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Με την αίτηση αναίρεσης αμφισβητήθηκε η επάρκεια της αιτιολογίας ως προς τη συμπλήρωση ογδόντα (80) ετών από το 1860 για την αναγνώριση της κυριότητας του Δημοσίου, ενώ προβλήθηκαν αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του ΕισΝΑΚ (άρθρο 51) και του ΝΔ 7/10.5.1946 (Άρθρο 1) σχετικά με το εφαρμοστέο, προ του Αστικού Κώδικα, δίκαιο.
Το δικαστήριο εξέτασε την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όπως ίσχυε πριν τον Αστικό Κώδικα σύμφωνα με τις οποίες η οδός απέκτησε την ιδιότητα της κοινόχρηστης λόγω παραγραφής προ αμνημονεύτων ετών.
Τελικώς, κρίθηκε ορθή η αναγνώριση της οδού ως δημοτικής, κατά την αρχή της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας και αξιολογήθηκε ως πλήρης και σαφής η αιτιολογία, ως προς τον προσδιορισμό της θέσης της εδαφικής λωρίδας και την εξυπηρέτηση, μέσω αυτής, δημόσιων αναγκών.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΑΠ (Ποιν) 517/2024