fbpx

Άρειος Πάγος: «Ναι» στην καταδίκη αναδόχου για υπεξαίρεση ευρωπαϊκών πόρων

Η υπόθεση απέκτησε ενδιαφέρον όταν εκπαιδευόμενοι προχώρησαν σε καταγγελίες σε βάρος του κατηγορούμενου ισχυριζόμενοι ότι δεν έλαβαν το εκπαιδευτικό επίδομα, παρά τη συμμετοχή τους στα προγράμματα κατάρτισης

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Στην «επικύρωση» καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών προχώρησε πρόσφατα ο Άρειος Πάγος σε υπόθεση υπεξαίρεσης ευρωπαϊκών πόρων (ΑΠ 864/2023).

Στην καρδιά της υπόθεσης εδράζεται η μη καταβολή από ανάδοχο έργου επιδομάτων σε εκπαιδευτές και ανέργους που έλαβαν μέρος σε πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης για την προαγωγή της απασχόλησης. Τελικώς, όπως αποδείχθηκε, οι συγκεκριμένοι ευρωπαϊκοί πόροι χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών της επιχείρησης η οποία ήταν επιφορτισμένη με την υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου.

Η συλλογιστική του Αρείου Πάγου

Αρχικώς ο Άρειος Πάγος σημείωσε ότι, οι επικουρικές διατάξεις του άρθρου 24 του N 4689/2020, που έχουν στόχο να καλύψουν προσβολές των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων, οι οποίες δεν καταλαμβάνονται από το υφιστάμενο προστατευτικό πλέγμα των άρθρων 375, 386, 386Α, 386Β και 390 του ΠΚ, εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που δεν θεμελιώνεται βαρύτερη ευθύνη με βάση τις διατάξεις του ΠΚ. Άλλωστε κάτι τέτοιο αναγράφεται και στην Αιτιολογική Έκθεση επί του άρθρου 24 του N 4689/2020, σύμφωνα με την οποία: «Με το άρθρο 24 θεσπίζονται τέσσερις επικουρικές ποινικές διατάξεις και, αντίστοιχα, τέσσερα επικουρικά αδικήματα, κατ’ αντιστοιχία με τις τέσσερις νομοτυπικές περιγραφές αδικημάτων που περιέχονται στο άρθρο 3 παρ. 2 στοιχεία α’, β’ και γ’, καθώς και στο άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας 2017//1371. Οι επικουρικές αυτές διατάξεις έχουν ως στόχο να καλύψουν προσβολές των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων, οι οποίες ενδεχομένως δεν καταλαμβάνονται από το υφιστάμενο προστατευτικό πλέγμα των άρθρων 375, 386, 386Α, 386Β και 390 ΠΚ, αλλά επιβάλλεται να ποινικοποιηθούν δυνάμει των προαναφερόμενων διατάξεων της Οδηγίας. Εάν μια προσβολή των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων καταλαμβάνεται από το ανωτέρω προστατευτικό πλέγμα, και αν προκύπτει δυνάμει αυτού του πλέγματος βαρύτερη ποινή για τον δράστη ή συμμέτοχο, τότε οι επικουρικές διατάξεις θα απωθούνται με βάση την προβλεπόμενη κατά περίπτωση ρήτρα σχετικής επικουρικότητας. Διαφορετικά, αν δηλαδή η προσβολή δεν καταλαμβάνεται από το ανωτέρω προστατευτικό πλέγμα ή αν η προκύπτουσα δυνάμει αυτού ευθύνη είναι ελαφρότερη, τότε θα εφαρμόζονται οι επικουρικές διατάξεις και θα απωθούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του ΠΚ».

Επιπλέον, όπως επεσήμανε το Ανώτατο Ακυρωτικό της χώρας, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 375 παρ. 1, 2 του ΠΚ, με αυτές του άρθρου 24 παρ. 4 του N 4689/2020, συνάγεται ότι όποιος, στο πλαίσιο της εμπιστευμένης σε αυτόν διαχείρισης πόρων του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξίας άνω των 120.000 ευρώ, δεν χρησιμοποιεί αυτούς για τον νόμιμα καθορισμένο σκοπό τους, αλλά τους ιδιοποιείται παράνομα, για την ακρίβεια τους ενσωματώνει στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση των αρμοδίων οργάνων της ΕΕ ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος, ζημιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το ποσό αυτό, τιμωρείται από τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1, 2 του ΠΚ, οι οποίες καταλαμβάνουν και τιμωρούν βαρύτερα την πράξη αυτή (κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή) σε σχέση με τις επικουρικές διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 4 του Ν 4689/2020 (φυλάκιση), οι οποίες ως εκ τούτου δεν βρίσκουν έδαφος εφαρμογής, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου εταιρείας κέντρου επαγγελματικής κατάρτισης μετείχε σε ανοικτό δημόσιο διεθνή διαγωνισμό, που προκηρύχθηκε στην Αθήνα και επελέγη ως ανάδοχος έργου. Εν συνεχεία υπογράφηκε σύμβαση παροχής υπηρεσιών, μεταξύ του ιδίου και της Ειδικής Υπηρεσίας Εφαρμογής Συγχρηματοδοτούμενων Ενεργειών από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, βάσει της οποίας ανατέθηκε στον κατηγορούμενο η υλοποίηση μέρους του έργου της κατάρτισης ανέργων σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, με στόχο την προώθηση της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης. Ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ανερχόταν σε 1.010.880 ευρώ, ποσό στο οποίο συμμετείχε η μεν Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό 75%, το δε Ελληνικό Δημόσιο στο υπόλοιπο ποσοστό του 25% (συγχρηματοδότηση). Περαιτέρω, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, η ωριαία αμοιβή ανά εκπαιδευόμενο ήταν ίση με το ποσό των 4,40 ευρώ ή 5,50 ευρώ (για εκπαιδευόμενους από μειονεκτικό κοινωνικό περιβάλλον) και συνολικά ανερχόταν στο ποσό των 1.800 ευρώ ανά εκπαιδευόμενο, που αντιστοιχούσε στην συμμετοχή τους στα τακτικά μαθήματα που πραγματοποιούνταν από ειδικευμένους εκπαιδευτές τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Η καταβολή του συνολικού κόστους του έργου συμφωνήθηκε να γίνει σε τρεις δόσεις εκ των οποίων η πρώτη και η δεύτερη θα αντιστοιχούσαν στο 40% του ποσού η κάθε μία, η δε, τρίτη στο 20%. Ο κατηγορούμενος εισέπραξε τις δύο πρώτες δόσεις ύψους 404.352 ευρώ, συνολικά δηλαδή το ποσό των 808.704 ευρώ. Από το ποσό αυτό το αντιστοιχούν στο 75% ποσό των 606.528 ευρώ αποτελούσε συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιλήφθηκε της υπόθεσης και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, με αφορμή καταγγελία ανέργου που είχε λάβει μέρος στο πρόγραμμα κατάρτισης χωρίς να του καταβληθεί το αντίστοιχο επίδομα

Η υπόθεση απέκτησε ενδιαφέρον όταν εκπαιδευόμενοι προχώρησαν σε καταγγελίες σε βάρος του κατηγορούμενου ισχυριζόμενοι ότι δεν έλαβαν το εκπαιδευτικό επίδομα, παρά τη συμμετοχή τους στα προγράμματα κατάρτισης. Εν συνεχεία, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε, αποδείχθηκε ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι καταβολές των επιδομάτων των εκπαιδευομένων και των αμοιβών των εκπαιδευτών με αποτέλεσμα να καταγγελθεί η σύμβαση λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του ανάδοχου, να καταπέσει η εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης που ο τελευταίος είχε καταθέσει και να αναζητηθεί το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό των 808.704 ευρώ που αντιστοιχούσε στην πρώτη και δεύτερη δόση του έργου.

Ταυτόχρονα, είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) επιλήφθηκε της ίδιας υπόθεσης, με αφορμή καταγγελία ανέργου που είχε λάβει μέρος στο πρόγραμμα κατάρτισης του ως άνω ανάδοχου χωρίς να του καταβληθεί από αυτόν το αντίστοιχο επίδομα. Η OLAF προέβη σε σειρά ενεργειών μεταξύ των οποίων ήταν και η λήψη μαρτυρικής κατάθεσης από εκπαιδευόμενο, σύμφωνα με την οποία στο πρόγραμμα μετείχαν 20-25 εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι έπρεπε να εισπράξουν ο καθένας περίπου 1800 ευρώ, πλην όμως τελικά καταβλήθηκε μόνο σε έναν και σε κανένα άλλον με την δικαιολογία αρχικά ότι δεν είχαν εισπραχθεί από τον φορέα χρηματοδότησης και εν συνεχεία ότι είχαν δαπανηθεί σε άλλους σκοπούς. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, επικουρούμενη από το ΣΔΟΕ, διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στα γραφεία του ανάδοχου, κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος επιβεβαίωσε το γεγονός της μη καταβολής των εκπαιδευτικών επιδομάτων και των αμοιβών των εκπαιδευτών, ενώ οι ελεγκτές πληροφορήθηκαν ότι τα χρήματα που είχαν ληφθεί ως πρώτη και δεύτερη δόση για την υλοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης είχαν χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη άλλων δαπανών λειτουργίας και συγκεκριμένα για την κάλυψη άμεσων ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς την Τράπεζα.

Επί τη βάσει των ανωτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο κατά τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 24 του Ν 4689/2020, σε συνδυασμό με το άρθρο 375 του ΠΚ, οι οποίες είναι επιεικέστερες των προγενεστέρων, καθόσον συνδυαστικά προβλέπουν ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη, επιβάλλοντας -κατόπιν αποδοχής ελαφρυντικής περίστασης- ποινή κάθειρξης πέντε ετών.

Τελικώς, ο Άρειος Πάγος δεδομένου ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος ενσωμάτωσε τα ποσά στην περιουσία του προκειμένου να καλύψει λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησής του, έκρινε ότι στοιχειοθετείται πράξη που καταλαμβάνεται από τη διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ, από την οποία προκύπτει βαρύτερη ποινή για τον δράστη σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του Ν 4689/2020, απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΑΠ (Ποιν) 864/2023

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -