Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πρόσφατη απόφαση που εξέδωσε την Πέμπτη 7 Μαρτίου στην υπόθεση C‑341/22 έκρινε, κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Corte suprema di cassazione), ότι το τεκμήριο του κατώτατου ορίου εσόδων για το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ παραβιάζει τις αρχές της ουδετερότητας του ΦΠΑ και της αναλογικότητας.
Ιστορικό
Η Vigna Ottieri Srl, εταιρεία ιταλικού δικαίου, ασκούσε οικονομική δραστηριότητα παραγωγής και εμπορίας οίνου σε περιφέρεια της Ιταλίας. Το 2010, η ιταλική φορολογική αρχή κοινοποίησε στην εταιρεία πράξη επιβολής φόρου, στην οποία αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω εταιρεία θεωρούνταν για το φορολογικό έτος 2008 ως ανενεργή (εικονική εταιρεία) καθότι το ποσό των υποκείμενων στον ΦΠΑ πράξεων εκροών που είχε δηλώσει ήταν κατώτερο του ορίου κάτω του οποίου, σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, οι εταιρείες λογίζονται ως μη ενεργές. Κάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα η φορολογική αρχή να αρνηθεί την έκπτωση του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, ύψους 42.108 ευρώ, την οποία ζήτησε η εταιρεία Vigna για το φορολογικό έτος 2009.
Κατόπιν τούτων, η εταιρεία άσκησε προσφυγή κατά της πράξης επιβολής φόρου ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε. Εν συνεχεία, απορρίφθηκε και η έφεση που ασκήθηκε, με αποτέλεσμα η υπόθεση να αχθεί ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ιταλίας το οποίο, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι σκοπός της επίμαχης ιταλικής νομοθεσίας είναι να αποθαρρύνει τη σύσταση εικονικών εταιρειών και να αποτρέψει την απόκτηση φορολογικών πλεονεκτημάτων από νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν μεν τυπικώς οικονομική δραστηριότητα, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν είναι ενεργά. Τελικώς, το ιταλικό Δικαστήριο απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου το δεύτερο να αποφανθεί εάν, η άρνηση να χορηγηθεί το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ σε εταιρεία που δεν πληροί το προβλεπόμενο στην επίμαχη ιταλική νομοθεσία κατώτατο όριο εσόδων, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, και κυρίως με τις αρχές της ουδετερότητας του ΦΠΑ και της αναλογικότητας.
Απόφαση ΔΕΕ
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημείωσε ότι η έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» καλύπτει κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες. Άλλωστε, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ως οικονομική δραστηριότητα πρέπει να θεωρείται «η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα». Υπό την έννοια αυτή, η ιδιότητα του υποκειμένου στον ΦΠΑ δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ένα πρόσωπο πρέπει να διενεργεί πράξεις υποκείμενες στον ΦΠΑ, η οικονομική αξία των οποίων να υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο εσόδων. Κρίσιμο στοιχείο είναι εάν το εν λόγω πρόσωπο ασκεί εν τοις πράγμασι οικονομική δραστηριότητα με σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.
Το κριτήριο του κατώτατου ορίου εσόδων είναι ξένο προς εκείνα που απαιτούνται για την απόδειξη απάτης ή καταχρηστικής πρακτικής
Είναι γνωστό ότι η καταπολέμηση ενδεχόμενης φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και κατάχρησης αποτελεί σκοπό τον οποίο αναγνωρίζει και ενθαρρύνει η Οδηγία ΦΠΑ, το δε Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες δικαίου της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικώς. Επομένως, ακόμη και αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος προς έκπτωση, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτό όταν αποδεικνύεται, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι η επίκληση του εν λόγω δικαιώματος γίνεται δολίως ή καταχρηστικώς.
Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, στην ιταλική νομοθεσία καθιερώνεται τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο εάν το ποσό στο οποίο ανέρχονται οι πράξεις εκροών που διενεργεί μια εταιρία κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης φορολογικής περιόδου υπολείπεται ενός κατώτατου ορίου, η συγκεκριμένη εταιρεία είναι εικονική, εκτός και αν αποδείξει ότι η μη επίτευξη του κατώτατου αυτού ορίου δικαιολογείται από αντικειμενικά στοιχεία. Το τεκμήριο όμως αυτό στηρίζεται σε ένα κριτήριο, και συγκεκριμένα στο κριτήριο του κατώτατου ορίου εσόδων, το οποίο είναι ξένο προς εκείνα που απαιτούνται για την απόδειξη απάτης ή καταχρηστικής πρακτικής. Τελικώς, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το εν λόγω τεκμήριο δεν στηρίζεται ούτε στην εκτίμηση του υποστατού των υποκείμενων στον ΦΠΑ πράξεων οι οποίες διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης φορολογικής περιόδου ούτε στην εκτίμηση του κατά πόσον αυτές χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για τη διενέργεια πράξεων εκροών, αλλά απλώς και μόνο στον υπολογισμό του όγκου τους. Συνεπώς, ένα τέτοιο κριτήριο αντίκειται στις αρχές της ουδετερότητας του ΦΠΑ και της αναλογικότητας.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-341/22, απόφ. της 7.3.2024