Στο ΣτΕ έφτασε υπόθεση που αφορούσε την ανάκληση της πρόσληψης Ειδικού Φρουρού της Ελληνικής Αστυνομίας λόγω παραποίησης της βαθμολογίας του απολυτηρίου Λυκείου που είχε υποβάλλει ως δικαιολογητικό σε διαγωνισμό πρόσληψης. Το δικαστήριο δικαίωσε τελικώς τον εκκαλούντα με το σκεπτικό ότι η πράξη των αστυνομικών αρχών παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και της ασφάλειας του δικαίου.
Από το πλαστό δικαιολογητικό μέχρι την ανάκληση του διορισμού
Το 2007 είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός για την πρόσληψη Ειδικών Φρουρών στην Ελληνική Αστυνομία, εκ των οποίων οι περισσότερες καλύφθηκαν από υποψηφίους που κατείχαν οποιοδήποτε απολυτήριο Λυκείου. Ο εκκαλών έλαβε συμμετοχή, υποβάλλοντας ως δικαιολογητικό το απολυτήριο Λυκείου με γενικό βαθμό 16 και 10/12 και πέτυχε την πρόσληψη του στην Ελληνική Αστυνομία με 5ετή θητεία. Το επόμενο έτος, διενεργήθηκε έλεγχος νομιμότητας των απολυτηρίων Λυκείου ορισμένων Ειδικών Φρουρών, μεταξύ των οποίων και του εκκαλούντος όπου και διαπιστώθηκε η παραποίηση της βαθμολογίας του απολυτηρίου του. Αμέσως διατάχθηκε η διενέργεια ΕΔΕ, όπου και διαπιστώθηκε ότι ο εκκαλών είχε παραποιήσει την βαθμολόγια ορισμένων μαθημάτων, μετατρέποντας την γενική βαθμολογία απολύσεώς του από 13 και 10/12 σε 16 και 10/12, προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας, κατά παράβαση του Πειθαρχικού Δικαίου Αστυνομικού προσωπικού και του Ποινικού Κώδικα.
Κατόπιν τούτου, ακολούθησε η απόλυση του εκκαλούντος με απόφαση του Προϊσταμένου Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρωπίνου Δυναμικού της ΕΛ.ΑΣ και η ποινική καταδίκη του με ποινή φυλάκισης 12 μηνών για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής, ο εκκαλών άσκησε έφεση πετυχαίνοντας την μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία μετά χρήσεως σε πλαστογραφία πιστοποιητικού και στην συνέχεια την παύση της ποινική δίωξης λόγω παραγραφής. Για το ζήτημα της απόλυσης, ο ειδικός φρουρός «έφτασε» δικαστικά μέχρι το ΣτΕ το 2018, το οποίο έκανε δεκτό ότι το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν είχε εφαρμόσει την ευμενέστερη διάταξη της αργίας με απόλυση αντί της ποινής απόταξης, όπως προβλέπει το πειθαρχικό δίκαιο αστυνομικού προσωπικού (π.δ. 120/2008), μη σεβόμενο έτσι την ευχέρειά του στην επιμέτρηση της ποινής. Ένα χρόνο αργότερα, η απόλυση ακυρώθηκε και ο εκκαλών παραπέμφθηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου προς νέα κρίση, όπου του επιβλήθηκε η ποινή της αργίας με απόλυση 6 μηνών.
Παράλληλα και ανεξάρτητα από την πειθαρχική διαδικασία, εφαρμόστηκε η διαδικασία ανάκλησης της πράξης πρόσληψης του εκκαλούντος, κατ’ εφαρμογή του ν. 4305/2014 -περί ελέγχου γνησιότητας υποβληθέντων δικαιολογητικών- και των και γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου περί ανακλήσεως παράνομων διοικητικών πράξεων. Κατά την διάρκεια της προηγούμενης ακρόασης του διοικούμενου, ο εκκαλών ανέφερε ότι η παράλληλη διενέργεια διαδικασιών σε βάρος του ήταν αντίθετη με την αρχή ne bis in idem, που απαγορεύει την επιβολή δύο κυρώσεων κατά του ίδιου ατόμου για την ίδια πράξη (αρ. 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Τελικά η πράξη διορισμού του ανακλήθηκε αναδρομικά από την ημερομηνία πρόσληψής του το 2007 και ο αστυνομικός άσκησε αίτηση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας για την εξαφάνιση της προηγουμένης απορριπτικής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
Τι έκρινε το ΣτΕ
Το Δικαστήριο έκρινε πως αβασίμως πρόβαλε ο εκκαλών τον ισχυρισμό περί παράνομης ανάκληση του διορισμού του με το σκεπτικό ότι δεν τύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, και του α.ν. 261/1968 περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων στους στρατιωτικούς υπαλλήλους, όπου και εφαρμόστηκαν στην περίπτωση του, εξηγώντας ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα αστυνομικών που τελέσθηκαν πριν από την κατάταξή τους πρέπει να εξετάζονται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα. Το δικαστήριο ανέφερε πως στην περίπτωση υποβολής πλαστού έγγραφου κατά τη διαδικασία διορισμού, η διοίκηση οφείλει να πρώτα να εκκινήσει την πράξη του διορισμού προς αποκατάσταση της νομιμότητας, προτού εξετάσει την πειθαρχική δίωξη. Προχώρησε την σκέψη του τονίζοντας πως αυτή η υποχρέωση ανάκλησης του διορισμού υπερισχύει, παρά την πρόβλεψη του άρθρου 6 του π.δ. 120/2008 για πειθαρχική ευθύνη αστυνομικών υπαλλήλων για πράξεις πριν από την κατάταξη, επικυρώνοντας την νομιμότητα των δράσεων της διοίκησης.
Το δικαστήριο έκρινε ως απορριπτέο τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, καθώς η ανάκληση διορισμού δημόσιου υπαλλήλου ή λειτουργού δεν συνιστά «ποινή» κατά την έννοια του άρθρου 4 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
Το δικαστήριο εξήγησε ότι η ως άνω πράξη δεν είναι ποινή (του ποινικού δικαίου) κατά το εθνικό δίκαιο, αλλά διοικητικό μέτρο. Πρόσθεσε επίσης ότι αφορά περιορισμένο, ειδικά προσδιορισμένο, κύκλο προσώπων και όχι το σύνολο των κοινωνών ή ευρεία κατηγορία προσώπων ενώ τέλος δεν προσιδιάζει σε ποινή του ποινικού δικαίου όπως κάποια ποινή στερητική της ελευθερίας ή κάποια εξαιρετικά υψηλή χρηματική κύρωση.
Εντούτοις, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ανάκληση του διορισμού του εκκαλούντος, έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης, μετά την έκδοση της 1923/2018 απόφασης του ΣτΕ, με την οποία είχε ακυρωθεί η αρχικώς επιβληθείσα ποινή της απόλυσης, καθώς και την εκ νέου απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με την οποία του επιβλήθηκε τελικώς η πειθαρχική ποινή της αργίας με απόλυση έξι μηνών, κατόπιν αξιολόγησης της βαρύτητας του παραπτώματος και του εργατικού και φιλότιμου χαρακτήρα του υπαλλήλου σύμφωνα με τις δηλώσεις μαρτύρων αλλά και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της οικογένειάς του. Σύμφωνα με το ΣτΕ, η ανάκληση του διορισμού μετά από έντεκα χρόνια και παρά τη γνώση της Διοίκησης των δεδομένων του παράνομου διορισμού, κρίνεται ως ακατάλληλη, μη αναγκαία και δυσανάλογη καθώς οι συνέπειες της πράξης είναι υπέρμετρες σε σχέση με την ωφέλεια και ο σκοπός επιτεύχθηκε ήδη με ηπιότερο μέτρο, δηλαδή την πειθαρχική κύρωση. Τελικώς έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως και εξαφάνισε την προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΣτΕ 633/2023