fbpx

Δημόσιες συμβάσεις: Αρμοδιότητα δικαστηρίου σε προσφυγές τρίτων κατά προσυμβατικών πράξεων (ΣτΕ 332/2025)

Όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος και οι λόγοι που προβάλλει δεν αφορούν τη νομιμότητα της διαδικασίας ανάθεσης, αλλά άλλα ζητήματα (πχ περιβαλλοντική νομοθεσία), η διαφορά δεν εμπίπτει στη νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων.

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Δ’ Τμήμα) κλήθηκε να εξετάσει αίτηση ακυρώσεως που κατέθεσε Δήμος κατά απόφασης της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006, η οποία έκανε δεκτή την προσφυγή δημότη και ακύρωσε δύο αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής για την ανάθεση δημοσίου έργου. Το δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, καθώς ο προσφεύγων δεν ήταν συμμετέχων στον διαγωνισμό και δεν αφορούσε τη διαγωνιστική διαδικασία, αλλά γενικότερα την ανάθεση του έργου.

Πιο συγκεκριμένα, επί αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε Δήμος κατά απόφασης της αρμόδιας Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006, με την οποία έγινε δεκτή διοικητική προσφυγή τρίτου προσώπου υπό την ιδιότητά του ως δημότη και κατοίκου της περιοχής και ακυρώθηκαν δύο αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου σχετικά με την ανακήρυξη προσωρινού αναδόχου και την κατακύρωση της σύμβασης αντιστοίχως για την εκτέλεση δημοσίου έργου έγιναν δεκτά τα ακόλουθα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του ν.3886/2010 και του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 προκύπτει ο κανόνας ότι οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, οι οποίες ασκούνται από ενδιαφερομένους να τους ανατεθεί η σύμβαση, υπάγονται από 1.1.2011 (βλ. άρθρο 70 του ν. 3900/2010) στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, εκτός εάν πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των δεκαπέντε εκατομμυρίων ευρώ, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, οι οποίες εξακολουθούν να ανήκουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο κανόνας αυτός επαναλήφθηκε κατ’ ουσίαν με τις διατάξεις του άρθρου 372 παρ. 3 του ν. 4412/2016, το οποίο ρυθμίζει εκ νέου την εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών και δημόσιων συμβάσεων, οι οποίες υλοποιούνται ως Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) σύμφωνα με τον ν. 3389/2005, καθώς και σε διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, με εκτιμώμενη αξία μεγαλύτερη των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ. Όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία ανάθεσης διοικητικών συμβάσεων, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν.4412/2016 περί έννομης προστασίας ενόψει των ρυθμίσεων του άρθρου 345 παρ. 1 σχετικά με την εκτιμώμενη αξία αυτών, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 47 παρ. 4 του ν.3900/2010, βάσει του οποίου οι διαφορές αυτές υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, το οποίο αποφαίνεται ανεκκλήτως.

Όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς προς την νομιμότητα αυτής, η διαφορά παύει να σχετίζεται με την νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων

Περαιτέρω, με τον ν. 3900/2010 και τις διατάξεις του άρθρου 372 παρ. 3 του ν.4412/2016 διατηρήθηκε η κατά κανόνα δικονομική ρύθμιση περί μεταφοράς στα Διοικητικά Εφετεία των υποθέσεων που ανακύπτουν κατά το προσυμβατικό στάδιο των δημοσίων συμβάσεων και γεννούν ζητήματα εφαρμογής της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Αντιθέτως, όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς προς την νομιμότητα αυτής, αλλά με την τήρηση λ.χ. της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαφορά παύει να σχετίζεται με την νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση την οποία και μόνον είχε υπόψη ο νομοθέτης για την μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα Διοικητικά Εφετεία. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, τρίτοι, δηλαδή μη μετασχόντες στην διαγωνιστική διαδικασία αναθέσεως δημοσίου έργου, έχουν μεν κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξη ενταγμένη στη διαδικασία αυτή, εφόσον προβάλλουν ότι το έργο είναι παράνομο και ότι από τη λειτουργία του θίγονται έννομα συμφέροντά τους (λ.χ. λόγω παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας), δεν μπορούν, όμως, να προβάλλουν τυχόν πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, όταν ο αιτών είναι τρίτος – και όχι ενδιαφερόμενος να αναλάβει την εκτέλεση του έργου – και προσβάλλει πράξη του προσυμβατικού σταδίου του διαγωνισμού, η διαφορά που γεννάται ανήκει πάντοτε στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν έχει μεταφερθεί στα Διοικητικά Εφετεία (ΣτΕ 5/2013 επταμ.). Κατόπιν αυτών κρίθηκε ότι η ένδικη διαφορά, η οποία γεννήθηκε από την εκ μέρους τρίτου προσώπου αμφισβήτηση της νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης του επίμαχου δημοσίου έργου ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ´ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (με μειοψ.).

Επί του βασίμου της αιτήσεως ακυρώσεως και σύμφωνα με τα κριθέντα από την απόφαση 380/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι η προσφυγή που άσκησε ο τρίτος ενώπιον της κατά τόπον αρμόδιας Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 151 του ν. 3463/2006 μηνιαίας προθεσμίας και έπρεπε να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, η δε περί του αντιθέτου κρίση της αρμόδιας Ειδική Επιτροπή είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις