Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κλήθηκε να “λάβει θέση” απέναντι στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της εμπορευματοποίησης των σεξουαλικών πράξεων με αφορμή την υπόθεση M.A. κ.α. κατά Γαλλίας, η οποία αφορούσε την ποινικοποίηση της προσφοράς σεξουαλικών υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα και υγεία των ατόμων που ασχολούνται με την σεξεργασία και παραβίαζε θεμελιωδώς το δικαίωμά τους στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.
Πραγματικά Περιστατικά
Οι αιτούντες και αιτούσες, ήτοι 261 άνδρες και γυναίκες διαφόρων εθνικοτήτων, ασκούσαν δραστηριότητες σεξεργασίας, με νόμιμο τρόπο, όπως προβλεπόταν από τη γαλλική νομοθεσία. Αφορμή για “τις φωνές διαμαρτυρίας” αποτέλεσε η ποινικοποίηση της αγοράς σεξουαλικών σχέσεων, ακόμη και μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, που εισήχθη με τον νόμο αριθ. 2016-444 της 13ης Απριλίου 2016 “για την ενίσχυση της καταπολέμησης του συστήματος πορνείας και την παροχή στήριξης σε εκδιδόμενα άτομα”, και κωδικοποιήθηκε στο άρθρα 611-1 και 225-12-1 του Ποινικού Κώδικα. Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι ίδιοι περιέγραψαν πώς οι κατάσταση είχε επιδεινωθεί από τότε που ποινικοποιήθηκε η αγορά υπηρεσιών σεξεργασίας.
Την 1η Ιουνίου 2018, το γαλλικό συνδικάτο των εργαζομένων στο σεξ, διάφορες ΜΚΟ ακτιβιστών, καθώς και πέντε άτομα, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων εκ των προσφευγόντων, υπέβαλαν αίτηση στον Πρωθυπουργό, ζητώντας την κατάργηση του διατάγματος αριθ. 2016-1709 της 12ης Δεκεμβρίου 2016, όσον αφορά, ειδικότερα, την ενημερωτική εκστρατεία ευαισθητοποίησης σχετικά με την καταπολέμηση των επί πληρωμή σεξουαλικών υπηρεσιών. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2018 προσέφυγαν στο Conseil d’État (το αντίστοιχο Συμβούλιο της Επικρατείας), ζητώντας να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη του Πρωθυπουργού για κατάχρηση εξουσίας.
Ζήτησαν από το Conseil d’État να θέσει προδικαστικό ερώτημα συνταγματικότητας (QPC) στο Συνταγματικό Συμβούλιο, ως προς τη συμβατότητα των άρθρων του Γαλλικού Ποινικού Κώδικα – όπως τροποποιήθηκαν από το νόμο της 13ης Απριλίου 2016 – αναφορικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που εγγυάται το Σύνταγμα. Την 1η Φεβρουαρίου 2019, το Συνταγματικό Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση (αριθ. 2018-761 QPC), σημειώνοντας ότι «…οι επίμαχες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, δεν παραβιάζουν το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, ούτε οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα, πρέπει να κηρυχθούν συμβατές με το Σύνταγμα …». Αναφερόμενο στην απόφαση αυτή του Συνταγματικού Συμβουλίου, το Conseil d’État απέρριψε την αίτηση με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2019.
Ερειδόμενοι στα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η γαλλική νομοθεσία ποινικοποιώντας την έναντι αμοιβής προσφορά σεξουαλικών υπηρεσιών, ακόμη και μεταξύ συναινούντων ενηλίκων σε ιδιωτικό χώρο, έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα και την υγεία ατόμων που -όπως και οι ίδιοι/ες- ασκούν πορνεία, και ότι παραβιάζει θεμελιωδώς το δικαίωμα σεβασμού της της ιδιωτικής ζωής, στο μέτρο που αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα στην προσωπική αυτονομία και τη σεξουαλική ελευθερία.
Κρίση Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη διατύπωση των καταγγελιών των προσφευγόντων, όσο και τη φύση του επίμαχου μέτρου, τις συνέπειες του οποίου αμφισβήτησαν, έκρινε ότι ήταν ορθότερο να εξετάσει τις εν λόγω καταγγελίες σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο ανέφερε ότι, από τη μεριά της γαλλικής κυβέρνησης, το ανωτέρω επίμαχο μέτρο αποσκοπεί στην καταπολέμηση των κυκλωμάτων πορνείας και των δικτύων εμπορίας ανθρώπων, μέτρο που προτείνεται από διεθνείς οργανισμούς και επιβάλλεται από τις διεθνείς νομικές δεσμεύσεις της Γαλλίας. Να σημειωθεί ότι η χώρα έχει επιλέξει τη λεγόμενη προσέγγιση «κατάργησης», όσον αφορά το νομικό πλαίσιο που διέπει την σεξεργασία, και είναι μεταξύ των 25 κρατών μελών που είχαν επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή της εμπορίας ανθρώπων και της εκμετάλλευσης της πορνείας άλλων (1949). Η υιοθέτηση της πολιτικής αυτής είναι εμπνευσμένη από το “σκανδιναβικό μοντέλο”, πρωταρχικός στόχος του οποίου είναι η καταπολέμηση της πορνείας περιορίζοντας τη ζήτηση, που τροφοδοτεί τα κυκλώματα πορνείας και τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων.
Το ΕΔΔΑ, μέσω της νομολογίας του, έχει ήδη χαρακτηρίσει την πορνεία ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου όταν διενεργείται εξαναγκαστικά, ενώ επανειλημμένα έχει τονίσει τη σημασία της καταπολέμησης των δικτύων πορνείας και εμπορίας ανθρώπων, καθώς και την υποχρέωση των κρατών μερών της Σύμβασης να προστατεύουν τα θύματα. Εν συνεχεία ανέφερε ότι οι στόχοι που επιδιώκονται με το εν λόγω μέτρο, όπως παρουσιάστηκαν από την γαλλική κυβέρνηση, δηλαδή η διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, η πρόληψη του εγκλήματος και η προστασία της υγείας, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων, συνιστούν θεμιτούς σκοπούς κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκέψη των δικαστών ότι τα προβλήματα που συνδέονται με την σεξεργασία εγείρουν ορισμένα πολύ ευαίσθητα ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα, προκαλώντας διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες, απόψεις, ιδίως ως προς το αν η σεξεργασία αυτή καθαυτή θα μπορούσε ποτέ να είναι συναινετική ή αν, αντίθετα, ήταν πάντα μια καταναγκαστική μορφή εκμετάλλευσης. Προς το παρόν δεν υπάρχει consensus μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ούτε ακόμη και μεταξύ των διαφόρων διεθνών οργανισμών που εξετάζουν το θέμα, σχετικά με τον καλύτερο τρόπο προσέγγισής του.
Η έντονη συζήτηση γύρω από το θέμα και οι αποκλίνουσες απόψεις επιτρέπουν στο εκάστοτε κράτος να διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») στον τομέα αυτό.
Επομένως, το Δικαστήριο οφείλει να επιδείξει σύνεση κατά τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τη Σύμβαση, όταν καλείται να αξιολογήσει την ισορροπία που επιτεύχθηκε μέσω μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Υπενθυμίζει ότι, σε θέματα γενικής πολιτικής, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο ρόλο του εθνικού φορέα λήψης αποφάσεων, ειδικά για κοινωνικά ζητήματα.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η αποστολή του δεν είναι να υποκαταστήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές στον καθορισμό της καταλληλότερης πολιτικής για τη ρύθμιση της σεξεργασίας. Αντίθετα, πρέπει να εξακριβώσει αν οι γαλλικές αρχές, επιτυγχάνοντας την ισορροπία που επέλεξαν, παρέμειναν εντός της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διέθεταν στον τομέα αυτό.
Το Δικαστήριο ανέφερε επιπρόσθετα ότι οι ανησυχίες των προσφευγόντων, ιδίως σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια τους, λήφθηκαν υπόψη κατά τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, οδηγώντας σε αρκετές βελτιώσεις στο προτεινόμενο κείμενο (πχ. μέτρα φροντίδας ή επανένταξης). Επίσης, πρόσθεσε την ομόφωνη αναγνώριση του θετικού αποτέλεσματος της κατάργησης του αδικήματος της πορνείας και της επακόλουθης αποποινικοποίησης των εκδιδόμενων ατόμων, με στόχο την καταπολέμηση του κοινωνικού στιγματισμού και την ενίσχυση της πρόσβασής του σε δικαιώματα.
Τέλος, ανέφερε ότι έλαβε σοβαρά υπόψιν τα επιχειρήματα των προσφευγόντων, σχετικά με την έλλειψη πόρων στις διάφορες δημόσιες πολιτικές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων πολιτικής καθώς και την ασυνεπή εφαρμογή των μέτρων αυτών. Ωστόσο, έκρινε ότι αυτά τα ζητήματα δεν αρκούσαν για να αμφισβητήσουν την επιλογή του νομοθέτη, δεδομένου ότι αυτή επιδιώκει εκτεταμένες κοινωνικές αλλαγές, τα αποτελέσματα των οποίων θα φανούν με την πάροδο του χρόνου. Έτσι λοιπόν, το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι οι γαλλικές αρχές πέτυχαν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων και ότι το εναγόμενο κράτος δεν υπερέβη τη διακριτική του ευχέρεια, μη δεχόμενο την παραβίαση του άρθρου 8 της σύμβασης. Εντούτοις, ολοκλήρωσε την κρίση του, υπενθυμίζοντας ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν να επανεξετάζουν συνεχώς την προσέγγισή τους, ώστε να την τροποποιούν, ανάλογα με την εξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των διεθνών προτύπων στον τομέα αυτό, και να προσαρμόζονται στα αποτελέσματα της εφαρμοστέας νομοθεσίας τους.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕΔΔΑ προσ. 63664/19, απόφ. της 25.7.2024, υπόθ. M.A. κ.α. κατά Γαλλίας