Την καταδίκη της Ελβετίας αποφάσισε χθες Τρίτη 9 Απριλίου το Δικαστήριο του Στρασβούργου με μία εμβληματικής σημασίας περιβαλλοντική απόφαση. Το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης έκρινε ότι η ελβετική κυβέρνηση παραβίασε το δικαίωμα ένωσης ηλικιωμένων για την προστασία του κλίματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, δεδομένου ότι απέτυχε να θέσει σε εφαρμογή ικανοποιητικές πολιτικές για τον περιορισμό των συνεπειών της κλιματικής κρίσης, επιβαρύνοντας την ποιότητα ζωής ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας.
Η απόφαση έχει ιδιαίτερη σημειολογία, αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι η πρώτη φορά που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδικάζει ένα κράτος για έλλειψη πρωτοβουλιών στο πεδίο της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.
Από την πλευρά της, η πρόεδρος της χώρας Βιόλα Άμχερντ, παρά την καταδικαστική σε βάρος της χώρας της απόφαση, διεμήνυσε ότι η κλιματική πολιτική αποτελεί προτεραιότητα για την Ελβετία. Όπως, μάλιστα, δήλωσε: «Η βιωσιμότητα είναι πολύ σημαντική για την Ελβετία, η βιοποικιλότητα είναι πολύ σημαντική για την Ελβετία, ο στόχος για μηδενικές εκπομπές (αερίων) είναι πολύ σημαντικός για την Ελβετία. Εργαζόμαστε πάνω σε αυτά και θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε άοκνα».
Από την άλλη, η Σουηδέζα ακτιβίστρια για το κλίμα Γκρέτα Τούνμπεργκ τόνισε ότι η συγκεκριμένη απόφαση «είναι μόνο η αρχή όσον αφορά τις διαφορές για το κλίμα».
«Η ελβετική απόφαση δημιουργεί ένα δεσμευτικό νομολογιακό προηγούμενο που δίνει όλες τις κατευθύνσεις για να καταδικάσετε με επιτυχία την κυβέρνησή σας για κλιματικές αποτυχίες», σχολίασε η Ρουθ Ντελμπέρι, διευθύντρια νομικών εκστρατειών του Avaaz.
Πέρα από την καταδίκη της Ελβετίας, το Δικαστήριο εξέδωσε χθες και δύο ακόμη αποφάσεις για τις οποίες υπήρχαν περιβαλλοντικές κατηγορίες έναντι ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, μία από έναν πρώην δήμαρχο στη βόρεια Γαλλία και μία άλλη από ομάδα νέων στην Πορτογαλία, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες.
Το σκεπτικό του Δικαστηρίου
Η ελβετική ένωση υπό τον τίτλο «Ηλικιωμένοι για την προστασία του κλίματος» έχει συσταθεί για να προωθεί ζητήματα που άπτονται της κλιματικής κρίσης για λογαριασμό των μελών της, τα οποία ξεπερνούν τις 2.000 ηλικιωμένες γυναίκες (το ένα τρίτο των οποίων είναι άνω των 75 ετών).
Σημειώνεται ότι, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προσέφυγαν επίσης και τέσσερις γυναίκες, όλες μέλη της ένωσης και άνω των 80 ετών, οι οποίες παραπονέθηκαν ότι οι εκτεταμένες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής επιδεινώνουν τις συνθήκες διαβίωσης και την ποιότητα ζωής τους εν γένει.
Αρχικώς, το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή υπάρχει και αποτελεί σοβαρή τρέχουσα και μελλοντική απειλή για την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο εάν ληφθούν και εφαρμοστούν επειγόντως τα κατάλληλα μέτρα.
Προς την ίδια κατεύθυνση τονίστηκε ότι, ενώ οι νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη από τη Σύμβαση επεκτείνονται στα άτομα που βρίσκονται σήμερα εν ζωή, είναι σαφές ότι οι μελλοντικές γενιές θα επωμιστούν με μεγαλύτερη σφοδρότητα τις συνέπειες των σημερινών αποτυχιών για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Μάλιστα, όπως τονίστηκε, προκειμένου οι εκάστοτε προσφεύγοντες να υπαχθούν στο καθεστώς του θύματος βάσει του άρθρου 34 της Σύμβασης στο πλαίσιο καταγγελιών σχετικά με την κλιματική αλλαγή, πρέπει να αποδείξουν ότι επηρεάζονται προσωπικά και άμεσα από τις κυβερνητικές πράξεις ή παραλείψεις. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού εξέτασε προσεκτικά τη φύση και την έκταση των καταγγελιών των μεμονωμένων προσφευγουσών και τα στοιχεία που υπέβαλαν, τον βαθμό πιθανότητας ή/και την πιθανότητα των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε βάθος χρόνου, τον ειδικό αντίκτυπο στη ζωή, την υγεία ή την ευημερία κάθε μεμονωμένης προσφεύγουσας, το μέγεθος και τη διάρκεια των επιβλαβών επιπτώσεων, το εύρος του κινδύνου και τη φύση της ευαλωτότητάς τους, έκρινε ότι οι τέσσερις προσφεύγουσες δεν πληρούσαν τα κριτήρια του καθεστώτος του θύματος σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης, απορρίπτοντας τις προσφυγές ως απαράδεκτες.
Διαφορετική, ωστόσο, ήταν η κρίση του Δικαστηρίου στην περίπτωση της ένωσης των ηλικιωμένων για την προστασία του κλίματος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος για την ανθρωπότητα και η ανάγκη προώθησης της διαγενεακής κατανομής των βαρών καθιστούν σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα προσφυγής των ενώσεων στη Δικαιοσύνη στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπως κρίθηκε, η προσφεύγουσα ένωση πληρούσε τα σχετικά κριτήρια και είχε την απαιτούμενη ικανότητα να ενεργεί εξ ονόματος των μελών της.
Οι ελβετικές αρχές δεν είχαν ενεργήσει εγκαίρως και με τον κατάλληλο τρόπο για να περιορίσουν τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 8 της Σύμβασης περιλαμβάνει το δικαίωμα των ατόμων για αποτελεσματική προστασία από τις κρατικές αρχές έναντι των σοβαρών δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στη ζωή, την υγεία, την ευημερία και την ποιότητα ζωής τους. Στο πλαίσιο αυτό, το κύριο καθήκον του εκάστοτε συμβαλλόμενου κράτους είναι να θεσπίζει και να εφαρμόζει στην πράξη κανονισμούς και μέτρα ικανά να μετριάσουν τις υφιστάμενες και δυνητικά μη αναστρέψιμες μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από την αιτιώδη σχέση µεταξύ της κλιµατικής αλλαγής και της απόλαυσης των δικαιωµάτων της Σύµβασης, καθώς και από το γεγονός ότι το αντικείµενο και ο σκοπός της Σύµβασης, ως µέσου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, επιβάλλει την ερµηνεία και εφαρµογή των διατάξεών της κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται πρακτικά και αποτελεσµατικά τα εν λόγω δικαιώµατα.
Εξ άλλου, όπως τονίστηκε, ο αποτελεσματικός σεβασμός των δικαιωμάτων που προστατεύονται με το άρθρο 8 της Σύμβασης απαιτεί από τα κράτη να λάβουν μέτρα για τη μείωση των επιπέδων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με στόχο την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας, καταρχήν εντός των επόμενων τριών δεκαετιών.
Όσον αφορά την καταγγελία της προσφεύγουσας ένωσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν κρίσιμα κενά στη διαδικασία θέσπισης του σχετικού εθνικού κανονιστικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας των ελβετικών αρχών να επιτύχει τους στόχους της για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι ελβετικές αρχές δεν είχαν ενεργήσει εγκαίρως και με τον κατάλληλο τρόπο για να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν τη σχετική νομοθεσία και τα μέτρα σύμφωνα με τις θετικές τους υποχρεώσεις, οι οποίες διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στην άμβλυνση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης.
Συνεπώς, καθότι η Ελβετία παρέλειψε να συμμορφωθεί με τα καθήκοντά της, κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης. Πέραν τούτου, αναφορικά με το άρθρο 6 της Σύμβασης, κρίθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν παρείχαν πειστικούς λόγους για τους οποίους θεώρησαν περιττό να εξετάσουν την ουσία των καταγγελιών της ένωσης. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν περαιτέρω νομικές οδοί ή εγγυήσεις στη διάθεση της προσφεύγουσας ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε (και) παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης.
Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η Ελβετία πρέπει να καταβάλει στην προσφεύγουσα ένωση το ποσό των 80.000 ευρώ.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕΔΔΑ απόφ. της 9.4.2024 (αρ. προσφ. 53600/20)