Το ΕΔΔΑ με απόφαση που εξέδωσε σήμερα στην υπόθεση «O.G. και άλλοι κατά Ελλάδας» έκρινε ότι η χώρα μας παραβίασε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των οροθετικών γυναικών, σε μια υπόθεση που είχε προκαλέσει αίσθηση το 2012.
Στην υπόθεση «O.G. και άλλοι κατά Ελλάδας», το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι υπήρξαν δύο παραβιάσεις: του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής όσον αφορά δύο προσφεύγουσες, λόγω των αιματολογικών εξετάσεων στις οποίες υποχρεώθηκαν να υποβληθούν, και του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής όσον αφορά τέσσερις προσφεύγουσες λόγω της δημοσίευσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Η υπόθεση αφορούσε τη δημοσίευση, με απόφαση των εθνικών αρχών, ιατρικών δεδομένων που αφορούσαν ιερόδουλες οι οποίες είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές, την κάλυψή τους από τα μέσα ενημέρωσης καθώς επίσης και τις συνθήκες υπό τις οποίες υποχρεώθηκαν να υποβληθούν σε εξέταση αίματος.
Ιστορικό
Οι προσφεύγουσες ήταν έντεκα Έλληνες υπήκοοι που γεννήθηκαν μεταξύ 1976 και 1986. Δέκα από τις προσφεύγουσες είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές, ενώ η ενδέκατη προσφεύγουσα ήταν αδελφή ιερόδουλης. Στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε στο κέντρο της Αθήνας, οι προσφεύγουσες συνελήφθησαν από την αστυνομία σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, το 2012. Οι ίδιες τότε υποβλήθηκαν σε έλεγχο ταυτότητας, ιατρικό έλεγχο για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και εξετάσεις αίματος οι οποίες και επιβεβαίωσαν ότι ήταν θετικές στον ιό HIV. Για το λόγο αυτό, απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον τους για εκ προθέσεως απόπειρα πρόκλησης σοβαρής σωματικής βλάβης, μαζί με το αδίκημα της πρόκλησης απλής βλάβης. Τότε, ο εισαγγελέας διέταξε, βάσει του Ν 2472/1997, να δημοσιοποιηθούν τα ονόματα και οι φωτογραφίες τους, μαζί με τους λόγους για τους οποίους είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη, όπως επίσης να γίνει αναφορά για την οροθετική κατάστασή τους. Η εντολή του εισαγγελέα αναρτήθηκε στον ιστότοπο της αστυνομίας και η διάδοση των προσωπικών τους δεδομένων έλαβε εκτεταμένη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης για αρκετές ημέρες, ειδικά στην τηλεόραση.
Μετά τα συγκεκριμένα γεγονότα, η προσφεύγουσα, της οποίας η αδελφή ήταν ιερόδουλη και είχε διαγνωστεί με HIV, ειδοποιήθηκε -από έναν γνωστό της- ότι το όνομα και η φωτογραφία της είχαν μεταδοθεί σε κεντρικό βραδινό τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων αντί του ονόματος και της φωτογραφίας της αδελφής της.
Η κρίση του Δικαστηρίου
Η Ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης ανέφερε ότι η εν λόγω παρέμβαση βασίστηκε σε συνδυασμό διατάξεων. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι όλες οι νομικές διατάξεις που επικαλέστηκε η ελληνική πλευρά αφορούσαν την υποχρέωση των ατόμων που ασχολούνται με την πορνεία, με ή χωρίς άδεια, να υποβάλλονται σε εξετάσεις ανίχνευσης για ορισμένες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του HIV-AIDS. Ωστόσο, καμία από τις διατάξεις αυτές δεν ανέφερε τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί, ούτε καμία αναφορά σε έλεγχο που έπρεπε να διενεργηθεί από αστυνομικές ή δικαστικές αρχές, με ή χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων. Επιπλέον, οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούσαν εισαγγελική εντολή προτού ο ανακριτής ή οι αστυνομικοί μπορέσουν να εκτελέσουν ανακριτικά μέτρα, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση που υπήρχε άμεσος κίνδυνος, επιχείρημα στο οποίο η κυβέρνηση δεν είχε ποτέ βασιστεί και το οποίο δεν είχε λάβει χώρα εν προκειμένω.
Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η παρέμβαση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης. Μάλιστα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι καμία από τις διατάξεις που επικαλέστηκε η κυβέρνηση δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει ιατρική παρέμβαση, είτε πραγματοποιήθηκε από αστυνομικούς είτε από γιατρούς, όπως αυτή που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες.
Όσον αφορά την προσφεύγουσα, της οποίας το όνομα είχε δημοσιευθεί αντί του ονόματος της αδελφής της, το Δικαστήριο τόνισε ότι η δημοσιοποίηση της φωτογραφίας της με αυτούς τους όρους δεν συνάδει με τους όρους λειτουργίας μιας δημοκρατικής και δικαιοκρατούμενης πολιτείας.
Το Δικαστήριο, αναφορικά με τη δημοσιοποίηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, σημείωσε ότι ο εισαγγελέας δεν είχε εξετάσει εάν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα, ικανά να εξασφαλίσουν μικρότερο βαθμό έκθεσης για τις προσφεύγουσες. Είχε απλώς διατάξει τη δημοσίευση των επίμαχων δεδομένων, χωρίς να εξετάσει την ιδιαίτερη κατάσταση καθεμιάς από τις προσφεύγουσες ούτε να εκτιμήσει τις πιθανές συνέπειες της διάδοσης. Επιπλέον, δεν εξέτασε αν μια γενική ανακοίνωση, η οποία περιοριζόταν στην περιοχή στην οποία έλαβαν χώρα τα γεγονότα και αναφερόταν απλώς στη σύλληψη οροθετικών ιερόδουλων, μπορούσε να αρκεί για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Παρόλο που οι εγχώριες αρχές επεδίωκαν να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία και ειδικότερα την υγεία των ατόμων που είχαν σεξουαλικές σχέσεις με τις προσφεύγουσες, δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει ότι το παραπάνω μέτρο δεν θα είχε επιτύχει τον επιδιωκόμενο στόχο, ενώ θα είχε λιγότερο σημαντικές επιπτώσεις στην ιδιωτική ζωή των προσφευγουσών.
Επιπλέον, όπως αποδείχτηκε, οι προσφεύγουσες δεν είχαν τη νομική δυνατότητα να ακουστούν από τον εισαγγελέα προτού αυτός αποφανθεί σχετικά με τη δημοσιοποίηση της ημερομηνίας τους, ούτε μπορούσαν, μετά την έκδοση της διάταξης, να ασκήσουν έφεση προκειμένου να επανεξεταστεί από τον εισαγγελέα που υπάγεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αυτή η μορφή έφεσης δεν είχε εισαχθεί στην εθνική νομοθεσία παρά μόνο μετά τα γεγονότα που προκάλεσαν τις παρούσες προσφυγές. Οι εκτιμήσεις αυτές ήταν ιδιαίτερα σημαντικές στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που διαδόθηκαν αφορούσαν την οροθετική κατάσταση των προσφευγουσών, η αποκάλυψη της οποίας ήταν πιθανό να επηρεάσει δραματικά την ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή.
Παράλληλα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται σε εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας, αν και τα άτομα που ασκούν πορνεία συγκαταλέγονται στις κοινωνικές ομάδες για τις οποίες επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η εξέταση για τον ιό HIV, δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των περιπτώσεων που δικαιολογούν εξαίρεση από τον κανόνα της εμπιστευτικότητας των εξετάσεων αυτών.
Έτσι λοιπόν, η επέμβαση στο δικαίωμα των τεσσάρων προσφευγουσών για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής δεν ήταν επαρκώς δικαιολογημένη και δυσανάλογη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς. Συνεπώς, όπως κρίθηκε, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής.
Κατόπιν τούτων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η Ελλάδα οφείλει να καταβάλει το ποσό των 70.000 ευρώ στις προσφεύγουσες για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.