Η Τσεχική Δημοκρατία και η Πολωνία, επιβάλλοντας μια τέτοια προϋπόθεση ιθαγένειας, δεν διασφαλίζουν ίση μεταχείριση με τους υπηκόους τους όσον αφορά την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές καθώς και στις ευρωπαϊκές εκλογές, απεφάνθη το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήμερα, Τρίτη 19 Νοεμβρίου, στην κρίση του για τις υποθέσεις C-808/21, C-814/21 και Επιτροπή κατά Πολωνίας.
Η τσεχική και η πολωνική νομοθεσία παρέχουν αποκλειστικώς και μόνον στους ημεδαπούς το δικαίωμα να γίνονται μέλη πολιτικού κόμματος. Συνεπώς, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι πολίτες της Ένωσης που κατοικούν στα κράτη μέλη αυτά χωρίς να έχουν την ιθαγένειά τους δεν μπορούν να ασκούν το κατοχυρωμένο από το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα του εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές καθώς και στις ευρωπαϊκές εκλογές υπό τους ίδιους όρους με τους Τσέχους και Πολωνούς υπηκόους.
Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η μη παροχή του δικαιώματος αυτού συνιστά διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας απαγορευόμενη από το δίκαιο της Ένωσης, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου δύο προσφυγές λόγω παραβάσεως στρεφόμενες, αντιστοίχως, κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Πολωνίας.
Η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματοςτου εκλέγειν και εκλέγεσθαι απαιτεί να έχουν οι εν λόγω πολίτες ισότιμη πρόσβαση στα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι υπήκοοι του κράτους μέλους αυτού για την άσκηση του ίδιου δικαιώματος.
Το Δικαστήριο δέχεται τις προσφυγές και διαπιστώνει ότι τα δύο κράτη μέλη παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τις Συνθήκες. Επισημαίνει ότι για την αποτελεσματική άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές καθώς και στις ευρωπαϊκές εκλογές, δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, απαιτείται να έχουν οι πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε κράτος μέλος χωρίς να έχουν την ιθαγένειά του ισότιμη πρόσβαση στα μέσα που διαθέτουν οι υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους προκειμένου να ασκούν αποτελεσματικά τα ίδια δικαιώματα.
Τα πολιτικά κόμματα διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στο σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία της δημοκρατίας στην οποία βασίζεται η Ένωση.
Κατά συνέπεια, η απαγόρευση συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα περιάγει τους εν λόγω πολίτες της Ένωσης σε δυσμενέστερη θέση από εκείνη των Τσέχων και Πολωνών υπηκόων όσον αφορά το εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές καθώς και στις ευρωπαϊκές εκλογές. Πράγματι, η εκλογή των ημεδαπών ευνοείται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι μπορούν να είναι μέλη πολιτικού κόμματος που διαθέτει οργανωτικές δομές καθώς και ανθρώπινους, διοικητικούς και οικονομικούς πόρους για να στηρίξει την υποψηφιότητά τους. Η συμμετοχή σε πολιτικό κόμμα αποτελεί άλλωστε ένα από τα κριτήρια βάσει των οποίων επιλέγουν οι εκλογείς.
Αυτή η απαγορευόμενη από το δίκαιο της Ένωσης διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους που αφορούν τον σεβασμό της εθνικής ταυτότητας.
Πράγματι, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν στους εν λόγω πολίτες της Ένωσης το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις εθνικές εκλογές ούτε τους απαγορεύει να θέσουν περιορισμούς στον ρόλο που διαδραματίζουν οι εν λόγω πολίτες εντός του πολιτικού κόμματος στο πλαίσιο των εθνικών εκλογών.