Η υπάλληλος του Δημοσίου κατήγγειλε τον προϊστάμενό της για σεξουαλική παρενόχληση, περιγράφοντας συγκεκριμένα περιστατικά και συμπεριφορές. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποδειχθείσες ενέργειες του προϊσταμένου δεν προκύπτει ότι ενέχουν σεξουαλικό χαρακτήρα προς το πρόσωπο της υπαλλήλου και συνεπώς δεν συγκροτείται η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης, αποτελεί όμως ανεπιθύμητη συμπεριφορά, η οποία συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της υπαλλήλου, καθότι προκάλεσε μείωση της τιμής και της υπόληψής της, στο κοινωνικό και επαγγελματικό της περιβάλλον, η οποία θεμελιώνει την αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η υπάλληλος εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης συμπεριφοράς του οργάνου του, καθόσον αυτή τελέστηκε κατά την ενάσκηση και επ’ ευκαιρία της υπηρεσίας του και ως εκ τούτου τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την εκτέλεσή της.
Τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου, όταν κατέχουν θέση προϊσταμένου οργανικών μονάδων, οφείλουν, μεταξύ άλλων να μεριμνούν για την εύρυθμη λειτουργία της μονάδας μέσω της δημιουργίας ενός υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος για τους υπαλλήλους των οποίων προΐστανται. Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό οφείλουν, σε περίπτωση καταγγελίας-αναφοράς υπαλλήλου για άσκηση βίας, παρενόχλησης ή εν γένει προσβλητικής συμπεριφοράς εις βάρος του από άλλον υπάλληλο της υπηρεσίας, να διερευνούν άμεσα την καταγγελία – αναφορά επιδεικνύοντας μηδενική ανοχή στη βία και παρενόχληση, με εμπιστευτικότητα και σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και να λαμβάνουν τα απαραίτητα πρόσφορα και ανάλογα μέτρα για την προστασία του καταγγέλλοντος, όπως, ενδεικτικά, να απευθύνουν σύσταση προς τον καταγγελλόμενο ή να μετακινήσουν αυτόν σε διαφορετικό χώρο εργασίας, προκειμένου να εμποδιστεί τυχόν εκ νέου εκδήλωση ανάλογης συμπεριφοράς.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διευθυντής της υπηρεσίας παρέλειψε να λάβει, ως όφειλε, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα απαραίτητα πρόσφορα και ανάλογα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία της υπαλλήλου από την καταγγελλόμενη συμπεριφορά του προϊσταμένου της. Συνέπεια της ως άνω παράλειψης ήταν η συνέχιση της συνύπαρξης της υπαλλήλου με τον καταγγελλόμενο προϊστάμενό της στον χώρο εργασίας τους, για χρονικό διάστημα εννέα μηνών μετά από την υποβολή της καταγγελίας, από μόνη δε την συνύπαρξη αυτή προκλήθηκε στην υπάλληλο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ψυχική επιβάρυνση και προφανής ηθική βλάβη, παρά το ότι, όπως συνομολογεί η ίδια η υπάλληλος, ο προϊστάμενος διέκοψε, μετά από την καταγγελία, την αναφερόμενη παρενοχλητική συμπεριφορά του προς αυτή. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρανόμως διενεργήθηκε η αξιολόγηση της υπαλλήλου από τον προϊστάμενο ως αξιολογητή της, κατά του οποίου εκκρεμούσε αναφορά – καταγγελία της για σεξουαλική παρενόχληση. Το Δικαστήριο επιδίκασε στην υπάλληλο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 6.000 ευρώ.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΔΠρΑθ 18394/2023