Αντισυνταγματικός κρίθηκε από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των γιατρών του ΕΣΥ που πραγματοποιήθηκε με διατάξεις του Ν 4472/2017, με το σκεπτικό ότι οι συγκεκριμένοι γιατροί υπέστησαν αρκετές περικοπές την περίοδο της οικονομικής κρίσης, γεγονός που «ακυρώνει» τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (ΟλομΑΠ 2/2024).
Παράλληλα, όπως τονίστηκε, δεν εξετάστηκε επαρκώς εάν οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας θα μπορούσαν να επιτευχθούν και με μέτρα λιγότερο επαχθή, με αποτέλεσμα να τεθεί εκποδών και η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των γιατρών του ΕΣΥ.
Σύντομο ιστορικό
Οι ενάγοντες το 2018 ισχυρίσθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι εντάχθηκαν στην «1η Υγειονομική Περιφέρεια Αττικής», σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν 4238/2014, ως γιατροί με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθώς και ότι αμείβονταν με τις μισθολογικές διατάξεις που διέπουν τις αποδοχές των γιατρών του ΕΣΥ. Εντούτοις, με την ψήφιση του νέου ειδικού μισθολογίου για τους γιατρούς του ΕΣΥ και ειδικά με τις διατάξεις των άρθρων 136-140 του Ν 4472/2017 επαναπροσδιορίστηκε ο βασικός τους μισθός, τα επιδόματα αλλά και τα ωρομίσθια των εφημεριών. Σημειώνεται, δε, ότι ως βάση για τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του παραπάνω ειδικού μισθολογίου χρησιμοποιήθηκε το ύψος των αποδοχών που λάμβαναν οι γιατροί του ΕΣΥ, βάσει των σχετικών διατάξεων του Ν 4093/2012, που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές με αποφάσεις των Ολομελειών των Ανωτάτων Δικαστηρίων (ΟλΑΠ 3 -4/2022, ΟλΣτΕ, 431/2018, ΟλΕλΣυν 7412/2015).
Για τον παραπάνω λόγο, ζήτησαν με αγωγή τους να υποχρεωθεί το εναγόμενο ΝΠΔΔ να καταβάλει στον καθένα από αυτούς για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 18.5.2017 και από 19.5.2017 έως 19.10.2018 συγκεκριμένα ποσά, ως διαφορές αποδοχών, μεταξύ αυτών που έλαβε τα ως άνω διαστήματα και των αποδοχών που το εναγόμενο υποχρεούταν να καταβάλει, χωρίς τις περικοπές των διατάξεων των νόμων 4093/2012 και 4472/2017.
Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της πρωτόδικης απόφασης, η 1η Υγειονομική Περιφέρεια Αττικής άσκησε έφεση, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία -όμως- απορρίφθηκε. Ειδικότερα, όπως δέχθηκε το εφετειακό δικαστήριο, οι επίμαχες διατάξεις του Ν 4093/2012, με τις οποίες θεσπίστηκαν μειώσεις στις αποδοχές των γιατρών του ΕΣΥ, καθώς και οι διατάξεις του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι εν λόγω μειώσεις επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των γιατρών του ΕΣΥ, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Επίσης, όπως κρίθηκε, οι επίμαχες ρυθμίσεις του Ν 4472/2017, κατά το μέρος που με αυτές θεσπίζεται το νέο μισθολόγιο των γιατρών του ΕΣΥ και κατά το μέρος που αυτές ισχύουν αναδρομικά, παραβιάζουν τόσο την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των γιατρών του ΕΣΥ όσο και την αρχή της αναλογικότητας.
Κατόπιν αναίρεσης που ασκήθηκε από την 1η Υγειονομική Περιφέρεια Αττικής, η υπόθεση έφτασε ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Όπως σημείωσε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, ο κοινός νομοθέτης δύναται, κατ’ αρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις. Παρόλα αυτά, ο επαναπροσδιορισμός του μισθολογικού καθεστώτος των εν λόγω δημοσίων λειτουργών, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που μπορεί να έχει στην λειτουργία του ΕΣΥ, καθώς και αν ο συγκεκριμένος επαναπροσδιορισμός είναι αναγκαίος ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ.
Άλλωστε -είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι- μία τέτοια υποχρέωση είναι ακόμη εντονότερη στην περίπτωση των γιατρών του ΕΣΥ, κάτι που συνεπάγεται ότι ο νομοθέτης κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους πρέπει να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης και την επικινδυνότητα του λειτουργήματός τους, καθώς και την κατ’ αρχήν αποκλειστική αφιέρωση στο λειτούργημα αυτό, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους.
Με το Ν 4472/2017 ο νομοθέτης επεδίωξε στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας, ενόψει, άλλωστε, και της σχετικής υποχρέωσης που είχε αναλάβει η Ελληνική Κυβέρνηση για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της Δημόσιας Διοίκησης, να αναμορφώσει τα ειδικά μισθολόγια, αφενός μεν περιορίζοντάς τα σε αριθμό (από 20 σε 7), αφετέρου δε εξορθολογώντας τις αποδοχές που χορηγούνται με αυτά, με κυριότερο εργαλείο την συγχώνευση ή κατάργηση επιδομάτων και την δημιουργία μισθολογικών κλιμακίων.
Μάλιστα, σημαντικό στοιχείο για τον εξ υπαρχής προσδιορισμό των αποδοχών, μεταξύ άλλων, και των γιατρών του ΕΣΥ, στο πλαίσιο ενός νέου μισθολογίου, αποτέλεσε για τον νομοθέτη, προεχόντως, η διατήρηση του μισθολογίου αυτού ως δημοσιονομικά ουδετέρου, εν όψει της ανάγκης να επιτευχθούν οι τότε δημοσιονομικοί στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους πλέον του 3,5% του ΑΕΠ για καθένα από τα έτη 2018-2021.
Ο επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των γιατρών του ΕΣΥ και οι διαδοχικές περικοπές που υπέστησαν την εποχή των μνημονίων καταστρατηγούν τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη
Παρόλα αυτά, όπως υπογράμμισε η Ολομέλεια του ΑΠ, δεν εξετάστηκε εάν οι δημοσιονομικοί στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν και με μέτρα που δεν θα επιβάρυναν σε τέτοιο βαθμό το ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ, όπως επίσης δεν εξετάστηκε αν οι αποδοχές των γιατρών του ΕΣΥ παρέμειναν, και μετά τον επαναπροσδιορισμό τους, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους.
Ο επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων γιατρών, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν 4472/2017, ιδίως αν αυτός ληφθεί αθροιστικά υπόψη και μετά τις μειώσεις του εισοδήματος που οι ίδιοι υπέστησαν με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της οικονομικής κρίσης, έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του ορίου που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, σύμφωνα την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Έτσι λοιπόν, οι κρίσιμες διατάξεις των άρθρων 138-140 του Ν 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των γιατρών του ΕΣΥ, στο πλαίσιο θεσμοθέτησης εξ υπαρχής νέου ειδικού μισθολογίου, και των οποίων (διατάξεων) η εφαρμογή εξειδικεύεται στα άρθρα 154 και 155 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 136 και 137 αυτού, αντίκεινται -όπως κρίθηκε- στις αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των γιατρών του ΕΣΥ, της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες κατά το μέρος που επαναπροσδιορίζουν τον βασικό μισθό, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των γιατρών του ΕΣΥ. Προς την ίδια κατεύθυνση, εφόσον οι ως άνω επίδικες διατάξεις του Ν 4472/2017, που δημοσιεύθηκε στις 19.5.2017, αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των γιατρών του ΕΣΥ και στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, οι εν λόγω διατάξεις αντίκειται στις ως άνω αρχές και κατά το μέρος που ίσχυσαν αναδρομικά, κατ’ άρθρο 162 του Ν 4472/2017, από 1.1.2017.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΑΠ Ολ 2/2024