Στη συγκεκριμένη υπόθεση το δικαστήριο εξέτασε τη νομιμότητα προστίμου που επιβλήθηκε σε βάρος εργοληπτικής επιχείρησης, για συμμετοχή σε οριζόντια σύμπραξη με αντικείμενο την κατανομή αγορών και τον καθορισμό τιμών δια της χειραγώγησης διαγωνισμών δημοσίων έργων. Η απόφαση εστιάζει ειδικότερα στην επιμέτρηση του προστίμου και τη δυνατότητα αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων. Το δικαστήριο επισήμανε ότι στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι μια επιχείρηση συμμετείχε σε απαγορευμένη σύμπραξη, με σκοπό την κατανομή δημοσίων έργων και τη νόθευση του ανταγωνισμού, κατά παράβαση των άρθρων 101 της ΣΛΕΕ και 1 του ν. 3959/2011, παρέχεται σε αυτήν η δυνατότητα να επιδιώξει τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου, ισχυριζόμενη ότι στην περίπτωσή της συνέτρεχαν ελαφρυντικές περιστάσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η καθυστερημένη είσοδός της στην αγορά που εθίγη από την παράβαση ή η παθητική της συμμετοχή στην παράβαση. Προκειμένου όμως να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός αυτός, απαιτείται να αποδειχθεί είτε ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η επιχείρηση συμμετείχε στη σύμπραξη, απείχε από την εφαρμογή των μεθόδων που μετήλθε η σύμπραξη αυτή, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην οικεία αγορά, είτε ότι η επιχείρηση παραβίασε τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην επίτευξη των σκοπών της σύμπραξης και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαταραχθεί η λειτουργία της σύμπραξης. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η επιχείρηση, η οποία από μακρού χρόνου είχε εισέλθει στην αγορά του κατασκευαστικού κλάδου, συμμετείχε στη σύμπραξη ως ενεργό μέλος, επιδεικνύοντας με τη συμμετοχή της στη χειραγώγηση δύο δημοσίων έργων αντιανταγωνιστική συμπεριφορά, ενώ, εξ άλλου, όχι μόνο δεν αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη, αλλά, επί πλέον, εις ουδεμία ενέργεια προέβη, ώστε να διαταράξει τη λειτουργία της σύμπραξης.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΣτΕ 99/2024