Στην εν λόγω απόφαση οι ενάγοντες είχαν προγραμματίσει να ταξιδέψουν με ανταπόκριση και ενδιάμεση πτήση εκτελούμενη από την εναγόμενη εταιρεία, αλλά κατά την άφιξή στον προορισμό τους, διαπίστωσαν ότι οι αποσκευές τους αγνοούνταν. Οι ενάγοντες ζήτησαν αποζημίωση για την θετική ζημία και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το Εφετείο Αθηνών να τους δικαιώνει αποδεχόμενο την ευθύνη της αεροπορικής για την απώλεια των αποσκευών λόγω βαριάς αμέλειας του υπαλλήλου της παρεμπιπτόντως εναγόμενης εταιρείας που είχε αναλάβει τις υπηρεσίες επίγειας εξυπηρέτησης.
Ιστορικό
Οι ενάγοντες είχαν προγραμματίσει το καλοκαίρι του 2014 να ταξιδέψουν από τον τόπο διαμονής τους στον τελικό τους προορισμό με ενδιάμεση στάση. Για το σκοπό αυτό εξέδωσαν αεροπορικά εισιτήρια για την 20η.07.2014, ώρα 6.30 π.μ. για την πρώτη διαδρομή, εν συνεχεία δύο ώρες αργότερα για την δεύτερη διαδρομή, εκτελούμενη με την εναγόμενη αεροπορική εταιρία και τέλος ίδια ημέρα και ώρα 15.30 μ.μ. με πτήση τρίτης αεροπορικής εταιρείας (low cost). Κατά την παράδοση των αποσκευών τους στο check-in της εναγομένης στο αεροδρόμιο, ο αρμόδιος υπάλληλος αυτής τους διαβεβαίωσε ότι θα παραλάμβαναν τις αποσκευές τους στον τελικό προορισμό τους και όχι από κάποιο ενδιάμεσο προορισμό. Ο συγκεκριμένος υπάλληλος εργαζόταν για την παρεμπιπτόντως εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, η οποία είχε αναλάβει, δυνάμει σύμβασης, την εκτέλεση των υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης για λογαριασμό της εναγομένης αεροπορικής εταιρείας, επειδή η τελευταία δεν διέθετε δικούς της υπαλλήλους για τη διαχείριση των επιβατών και των αποσκευών τους (το λεγόμενο «Handling»). Παρόλα αυτά, ο υπάλληλος, επιδεικνύοντας βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τοποθέτησε στις επισκευές καρτελάκια με την ένδειξη “TRANSFER”, ενώ η εταιρεία με την οποία πραγματοποιήθηκε η τρίτη και τελευταία πτήση των εναγόντων προς τον τελικό τους προορισμό ως εταιρεία χαμηλού κόστους, δεν συνεργάζεται με άλλη εταιρεία και δεν αναλαμβάνει την αυτόματη διαβίβαση των αποσκευών από τη μία πτήση στην άλλη.
Έτσι, κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο του τελικού τους προορισμού το ζευγάρι διαπίστωσε ότι οι αποσκευές τους αγνοούνταν. Μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες αναζήτησης αυτών, πληροφορήθηκαν από υπαλλήλους της τρίτης εταιρείας ότι οι ίδιοι ως low-cost εταιρεία δεν εκτελούν μεταφορές για άλλες αεροπορικές εταιρείες και ουδεμία υποχρέωση έφεραν για την παραλαβή και μεταφορά των αποσκευών τους.
Η κρίση του Εφετείου
Το δικαστήριο υπογράμμισε ότι η εναγόμενη εταιρεία, ως υπεύθυνη για την απώλεια των αποσκευών των εναγόντων, όφειλε κατ’ αρχήν, δια των αρμοδίων υπαλλήλων της, να προβεί στην αναζήτηση αυτών. Όμως προχώρησαν στην επισήμανση της υποχρέωσης των εναγόντων να υποβάλουν έγγραφη καταγγελία για την απώλεια των αποσκευών τους προς την εναγομένη (αερομεταφορέα), προκειμένου η τελευταία να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τον εντοπισμό των αποσκευών και ειδικότερα να τις καταχωρίσει στο παγκόσμιο κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα (WorldTracer), που χρησιμοποιούν όλα τα αεροδρόμια της Ευρώπης (Κανονισμός 889/2002). Αντιθέτως, οι ενάγοντες προχώρησαν σε μία απλή δήλωση απώλειας αποσκευών προς την τρίτη αεροπορική, ενώ ήταν σε θέση να γνωρίζουν την ανωτέρω υποχρέωση, αφού κατά την κράτηση της πτήσης τους έλαβαν γνώση των ειδικότερων συμβατικών όρων αερομεταφοράς. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες όχι μόνο δεν ακολούθησαν την προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία, αλλά αποφάσισαν με δική τους πρωτοβουλία να διακόψουν τις διακοπές τους και να μεταβούν μία εβδομάδα αργότερα στο αεροδρόμιο όπου εξελίχθηκε το συμβάν, με σκοπό να υποβάλουν μήνυση στο αστυνομικό τμήμα του αεροδρομίου, κατόπιν της οποίας τους επετράπη να αναζητήσουν τις αποσκευές τους μόνοι τους στις αποθήκες του αεροδρομίου με τις απωλεσθείσες αποσκευές, όπου εν τέλει κατάφεραν να τις εντοπίσουν με τη βοήθεια υπαλλήλου τρίτης εταιρείας.
Το δικαστήριο έκρινε με βάση τα πραγματικά περιστατικά ότι η εναγόμενη αεροπορική εταιρεία ευθυνόταν για την απώλεια των αποσκευών, λόγω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προφύλαξης αυτών και μέριμνας για τη μεταφορά και παράδοση τους.
Οι εν λόγω αποσκευές περιείχαν τα αναγκαία για τη διαμονή τους είδη -με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας- με αποτέλεσμα να νιώσουν έντονο άγχος, αγωνία και ανησυχία για την τύχη των προσωπικών αντικειμένων, ενώ παράλληλα αναγκάστηκαν να αφιερώσουν χρόνο από τις διακοπές τους, προκειμένου να προβούν στην αγορά των απαραίτητων ειδών ένδυσης και υπόδησης. Λόγω αυτού, αμφότεροι υπέστησαν ηθική βλάβη, δικαιούμενοι ένα εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της περίστασης, τον βαθμό πταίσματος, της ψυχικής ταλαιπωρίας και της στενοχώριας των παθόντων, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διάδικων μερών.
Εντούτις, ανέφερε ότι η εναγόμενη δεν φέρει ευθύνη για την περιουσιακή ζημία και για την ταλαιπωρία, που αυτοί υπέστησαν, στην προσπάθεια να ανεύρουν τις απωλεσθείσες αποσκευές τους, καθόσον δεν ακολούθησαν την προβλεπόμενη διαδικασία, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση στο αίτημα αποζημίωσης για τη θετική ζημία που υπέστησαν.
Επίσης, υπογράμμισε ότι ορθώς το Πρωτοδικείο ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 22 της Σύμβασης του Μόντρεαλ, περί ανώτατου (χρηματικού) ορίου (1.000 τραβηκτικά δικαιώματα) αποκατάστασης ζημίας, καθώς η πρόβλεψη αυτή δεν εφαρμόζεται, αν αποδειχθεί ότι η ζημία οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη που έγινε από βαριά αμέλεια του μεταφορέα, των ευρισκομένων στην υπηρεσία του ή των πρακτόρων του. Με την ίδια λογική, και αναφορικά με την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η σύμβαση επίγειας εξυπηρέτησης, που καταρτίστηκε μεταξύ των δύο εταιρειών, διέπεται από τους Γενικούς Όρους του Βασικού Κανονισμού Επίγειας Εξυπηρέτησης του οργανισμού ΙΑΤΑ, που αναφέρουν ότι η εταιρεία παροχής υπηρεσιών εδάφους δεν φέρει ευθύνη έναντι της αεροπορικής για απώλειες ή καθυστερήσεις αποσκευών, εκτός αν πρόκειται για πράξη που έγινε από αμέλεια και με γνώση ότι πιθανώς θα οδηγούσε σε καθυστέρηση και απώλεια κλπ.
Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο υπάλληλος της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ο οποίος διέθετε πολυετή εμπειρία γνωρίζοντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες και τους κανονισμούς λειτουργίας αμφοτέρων των αεροπορικών, επέδειξε βαριά αμέλεια, τοποθετώντας τις ακατάλληλες ετικέτες στις αποσκευές και παραπληροφορώντας τους ενάγοντες. Επίσης στον ισχυρισμό της εναγομένης περί μη ευθύνης, καθώς ο αναφερόμενος υπάλληλος δεν ευρισκόταν σε δική της υπηρεσία, το δικαστήριο απάντησε ότι βάσει της σύμβασης τους προκύπτει σαφώς ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρεία παρέχει υπηρεσίες για λογαριασμό της αεροπορικής εταιρείας προς τους πελάτες της, σύμφωνα με τις οδηγίες και υποδείξεις της τελευταίας, έχοντας δικαίωμα ελέγχου, ως εκ τούτου υφίσταται σχέση πρόστησης μεταξύ τους.
Τελικώς, το δικαστήριο αποφάσισε την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης ύψους 3.000 ευρώ σε κάθε ενάγοντα για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, πλέον των αναλογούντων νόμιμων τόκων, και αναγνώρισε την υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγομένης εταιρείας να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα αεροπορική το ποσό των 6.000 ευρώ.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΕφΑθ 2488/2023