fbpx

Το ΣτΕ και οι συνταξιούχοι Συμβολαιογράφοι (Α΄ Τμ. 7μ. 1228/2024)

Tο ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης αποτελεί το ποσό της σύνταξης που αντιστοιχεί στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών βάσει των συντάξιμων αποδοχών, του χρόνου ασφάλισης και του ποσοστού αναπλήρωσης, σε αντίθεση με την εθνική σύνταξη, που αποτελεί το ποσό της σύνταξης που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφαση του Α΄ Τμήματος, αποφάνθηκε για την αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων συμβολαιογράφων (ΣτΕ Α΄ Τμ. 7μ. 1228/2024, Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Ν. Σκαρβέλης, Σύμβουλος).

Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο:

«Ακυρώνεται ως εκτός της κατά την παρ. 2 άρ. 33 ν. 4387/2016 εξουσιοδότησης η Φ.11321/οικ10772/382/9.3.2021 απόφ. Υφυπ. Εργασίας και Κοινων. Υποθέσεων κατά το μέρος που, όσον αφορά τους συνταξιούχους συμβολαιογράφους, με την παρ. 4 του άρ. 3 της απόφασης αυτής ορίστηκε για τον Τ.Α.Ν. του πρώην Ε.Τ.Α.Α. σε κάθε περίπτωση το ποσό των 1.232,09 ευρώ ως συντάξιμος μισθός για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης κατά την από 1.10.2019 αναπροσαρμογή κάθε καταβαλλόμενης ή καταβλητέας την 30.9.2019 κύριας σύνταξης, η οποία χορηγήθηκε ή θα χορηγηθεί με προγενέστερες του ν. 4387/2016 διατάξεις.

Με τη 1228/2024 απόφαση του Α΄ Τμ. (7μελούς), εκδοθείσα επί αίτησης ακυρώσεως κατά της Φ.11321/οικ10772/382/9.3.2021 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ασκηθείσας υπό συνταξιούχου κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016 συμβολαιογράφου, κρίθηκε ότι: 1) Είναι σύμφωνη με το άρ. 43 παρ. 2 του Συντάγματος η παρεχόμενη με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρ. 33 ν. 4387/2016, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρ. 29 ν. 4670/2020, εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινων. Υποθέσεων να καθορίζει κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, με την οποία προσδιορίζονται οι συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016 συντάξεων. Δεν απαιτείτο δε για το ορισμένο και την εν γένει εγκυρότητα της εξουσιοδότησης να διαλαμβάνεται ειδική ρύθμιση για κάθε κατηγορία συνταξιούχων των οποίων αναπροσαρμόζεται η σύνταξη, μεταξύ των οποίων και οι συνταξιούχοι συμβολαιογράφοι, οι οποίοι κατέβαλλαν στο Ταμείο Νομικών τις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις ασφαλιστικές εισφορές. 2) Η Φ.11321/οικ10772/382/9.3.2021 απόφαση του Υφυπ. Εργασίας και Κοινων. Υποθέσεων, κατά το μέρος που με την παρ. 4 του άρ. 3 αυτής όρισε ως συντάξιμο μισθό, για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης κατά την από 1.10.2019 αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων ή καταβλητέων την 30.9.2019 και χορηγηθεισών με προγενέστερες του ν. 4387/2016 διατάξεις συντάξεων για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του πρώην Ε.Τ.Α.Α., σε κάθε περίπτωση το ποσό των 1.232,09 ευρώ, κείται εκτός της παρασχεθείσας με την παρ. 2 του άρ. 33 ν. 4387/2016 εξουσιοδότησης και είναι ακυρωτέα εξ αυτού του λόγου όσον αφορά την αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων συμβολαιογράφων, οι οποίοι, κατά τις καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού τους φορέα, κατέβαλλαν για τη συνταξιοδότησή τους διαφορετικές ο καθένας εισφορές, υπό τη μορφή του κατά νόμο παρακρατούμενου και αποδιδόμενου ποσοστού επί των αναλογικών δικαιωμάτων τους.

Και τούτο, γιατί το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης, εξ ορισμού που δίνεται από τις διατάξεις του άρ. 2 ν. 4387/2016, αποτελεί το ποσό της σύνταξης που αντιστοιχεί στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών βάσει των συντάξιμων αποδοχών, του χρόνου ασφάλισης και του ποσοστού αναπλήρωσης, σε αντίθεση με την εθνική σύνταξη, που αποτελεί το ποσό της σύνταξης που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η καταβολή δηλαδή εισφορών αποτελεί στοιχείο που προσδιορίζει εννοιολογικά τα μεγέθη (συντάξιμες αποδοχές και χρόνο ασφάλισης), βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη (χωρίς πάντως τούτο να σημαίνει, κατά τα παγίως νομολογημένα, ότι απαιτείται να υπάρχει αμιγής ανταποδοτικότητα μεταξύ των καταβληθεισών εισφορών και της σύνταξης).

Περαιτέρω, από την περιεχόμενη στην παρ. 2 του άρ. 33 ν. 4387/2016 ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη», προκύπτει ότι ο συντάξιμος μισθός αποτελεί κατ’ αρχήν αριθμητικό μέγεθος διαφορετικό από την ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, το οποίο λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό της και μπορεί να συνδέεται είτε με πραγματικά ποσά μισθού ή εισοδήματος, επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, είτε με κατά νόμο προβλεπόμενες ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή τεκμαρτά ποσά, που σε κάθε περίπτωση αναπροσαρμόζονται σε τρέχουσες τιμές, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στην εν λόγω παρ. 2 του άρ. 33 ν. 4387/2016.

Το εννοιολογικό αυτό περιεχόμενο του συντάξιμου μισθού ως μεγέθους συναρτώμενου με μισθούς ή εισοδήματα στις περιπτώσεις που βάσει αυτών παρακρατήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές για τη χορήγηση σύνταξης συνάγεται και από τις λοιπές διατάξεις του ν. 4387/2016 που αφορούν τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης. Αντιθέτως, από καμία από τις διατάξεις αυτές δεν παρέχεται η δυνατότητα να οριστεί, κατ’ απόκλιση όσων ορίζονται ή συνάγονται από αυτές, ως συντάξιμος μισθός για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης κατά την αναπροσαρμογή των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων, που έχουν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές προσδιοριζόμενες με βάση τον καταβληθέντα σε αυτούς μισθό ή τα κτηθέντα από αυτούς εισοδήματα, αυτή η ίδια η καταβαλλόμενη σε αυτούς και προσδιοριζόμενη ανεξάρτητα από τις καταβληθείσες εισφορές τους σύνταξη».

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -