Την καταδίκη της Πολωνίας αποφάσισε χθες το Δικαστήριο του Στρασβούργου, για τις νομοθετικές προβλέψεις περί μυστικών παρακολουθήσεων, κατόπιν καταγγελίας πέντε Πολωνών υπηκόων. Σημειώνεται ότι, η πολωνική νομοθεσία επιτρέπει ένα καθεστώς μυστικής παρακολούθησης που καλύπτει τόσο τον επιχειρησιακό έλεγχο όσο και τη διατήρηση δεδομένων τηλεπικοινωνιών, ταχυδρομικών και ψηφιακών επικοινωνιών («δεδομένα επικοινωνιών») για πιθανή μελλοντική χρήση από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Όπως ισχυρίστηκαν οι προσφεύγοντες, δεν υπήρχε κανένα μέσο προσφυγής βάσει του εθνικού δικαίου που να επιτρέπει στα πρόσωπα που πιστεύουν ότι είχαν υποστεί μυστική παρακολούθηση να διαμαρτυρηθούν για αυτή, όπως και να επανεξεταστεί η νομιμότητά της.
Τα βασικά σημεία της απόφασης
Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξαν τρεις παραβιάσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της αλληλογραφίας) όσον αφορά τις καταγγελίες σχετικά με το καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου, τη διατήρηση δεδομένων επικοινωνιών για πιθανή χρήση από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και το καθεστώς μυστικής παρακολούθησης βάσει του αντιτρομοκρατικού νόμου.
Δεδομένου του μυστικού χαρακτήρα και του μεγάλου πεδίου εφαρμογής των μέτρων που προβλέπονται από την πολωνική νομοθεσία και της έλλειψης αποτελεσματικού ελέγχου με τον οποίο τα πρόσωπα που πίστευαν ότι είχαν υποστεί παρακολούθηση θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν αυτή την υποτιθέμενη παρακολούθηση, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει την επίμαχη νομοθεσία in abstracto. Θεώρησε ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είναι θύματα παραβίασης της Σύμβασης και ότι η ύπαρξη και μόνο της σχετικής νομοθεσίας αποτελούσε από μόνη της παρέμβαση στα δικαιώματά τους κατά το άρθρο 8.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι όλες οι ελλείψεις που εντόπισε στο καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εθνική νομοθεσία δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις κατά της υπερβολικής προσφυγής στην επιτήρηση και της αδικαιολόγητης παρέμβασης στην ιδιωτική ζωή των ατόμων, ενώ η απουσία τέτοιων εγγυήσεων δεν αντισταθμίζεται επαρκώς από τον ισχύοντα μηχανισμό δικαστικού ελέγχου. Κατά την άποψή του, το εθνικό καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου, στο σύνολό του, δεν ήταν σύμφωνο με τις απαιτήσεις του άρθρου 8.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι η εθνική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία οι πάροχοι τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών υποχρεούνται να διατηρούν δεδομένα επικοινωνιών κατά τρόπο γενικό και αδιάκριτο για πιθανή μελλοντική χρήση από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, ήταν ανεπαρκής για να διασφαλίσει ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής περιοριζόταν σε αυτό που ήταν «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Τέλος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις περί μυστικής παρακολούθησης του αντιτρομοκρατικού νόμου δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 8 της Σύμβασης, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι ούτε η επιβολή της μυστικής παρακολούθησης ούτε η εφαρμογή της κατά την αρχική τρίμηνη περίοδο υπόκειντο σε οποιονδήποτε έλεγχο από ανεξάρτητο όργανο.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕΔΔΑ προσφ. 72038/17, 25237/18, απόφ. της 28.5.2024