Με διάθεση να μην «μασήσει» τα λόγια του, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος μίλησε για παθογένειες της Ελληνικής Διοικητικής Δικαιοσύνης, τη νέα δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και τις νέες τεχνολογίες στο πεδίο του δικαιοδοτικού έργου, κατά τη διάρκεια του 6ου Συνεδρίου «Δίκαιο και Φορολογία» της Νομικής Βιβλιοθήκης, το οποίο διεξήχθη την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου στο Wyndham Grand Athens. Με αυτοκριτική στάση, σχολίασε τις συνολικές ευθύνες των συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, οι οποίοι μη έχοντας επιτύχει μέχρι σήμερα την απαιτούμενη επιτάχυνση, έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη μειωμένη εμπιστοσύνη του κοινού προς τον θεσμό της Δικαιοσύνης.
Ο κ. Πικραμένος ξεκίνησε την εισήγησή του, αναφερόμενος στη νέα δικονομία του Δικαστηρίου, διαδικασία πρόσφατη, η οποία αποσκοπεί στην ορθολογικοποίηση του δικονομικού μας συστήματος. Η «εν συμβουλίω» διαδικασία είναι αυτή που αρμόζει σε ένα Ανώτατο δικαστήριο, όπως παρατήρησε, για να επισημάνει, επίσης, ότι το δεύτερο τμήμα εφάρμοσε εντατικά την εν λόγω διαδικασία υπό την προεδρία του, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα από τις χίλιες αποφάσεις που εξέδωσε το συγκεκριμένο τμήμα το 2023, οι 350 να εκδοθούν σε συμβούλιο.
Περαιτέρω, υπενθύμισε ότι σύμφωνα με τη νέα δικονομία του δικαστηρίου, ο εισηγητής ορίζεται με αλγόριθμο, κάτι που του έδωσε την ευκαιρία να τοποθετηθεί και για τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες επηρεάζουν και τη Δικαιοσύνη. «Ο αλγόριθμος και τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης έχουν πλέον ενταχθεί στη ζωή των δικαστών, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στο δικαιοδοτικό έργο. Ο δικαστής, όμως, παραμένει αυτός που καθορίζει το εύρος της συμβολής αυτών των εργαλείων στη δουλειά του. Δεν πρέπει να υπάρχει φόβος απέναντι στην τεχνολογία, καθώς ο έλεγχος των μέσων παραμένει στα χέρια του δικαστή», τόνισε.
Επιπλέον, ανέφερε ότι οι κανόνες δικαίου δεν λένε πάντα την αλήθεια, επειδή, όπως πολλές φορές τονίζει στους φοιτητές του, συχνά θεσπίζονται πράγματα που τελικά δεν εφαρμόζονται ή παρακάμπτονται. Η «εν συμβουλίω» διαδικασία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς για χρόνια δεν εφαρμόστηκε στον βαθμό που έπρεπε, κάτι που επηρέασε αρνητικά την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
«Οι πρακτικές που παρατηρούνται στο ζήτημα των αναβολών δεν συνάδουν με τη δικηγορία του 21ου αιώνα», σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΣτΕ
Ένα σοβαρό ζήτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι οι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων. Αυτό, όπως υπογράμμισε, είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Οι καθυστερήσεις αυτές αμαυρώνουν τη σημαντική δουλειά που γίνεται και καθιστούν λιγότερο ορατές τις πολύτιμες αποφάσεις που εκδίδει το δικαστήριο, οι οποίες αρκετές φορές σε ποιότητα είναι συγκρίσιμες με αυτές άλλων ευρωπαϊκών ανώτατων δικαστηρίων. «Όσο, όμως, οι καθυστερήσεις παραμένουν, ο δείκτης εμπιστοσύνης του κοινού απέναντι στη Δικαιοσύνη δεν θα μας προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα», όπως υπογράμμισε. Προς την ίδια κατεύθυνση, σημείωσε μάλιστα ότι ο μειωμένος δείκτης εμπιστοσύνης του κοινού οφείλεται εν μέρει στις αντιδημοφιλείς αποφάσεις που εκδίδονται, και οι οποίες συχνά δεν βρίσκουν σύμφωνη την κοινωνία, όπως είναι οι υποθέσεις περιβαλλοντικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εκτός σχεδίου δόμησης. «Ο ρόλος μας δεν είναι, ωστόσο, να είμαστε αρεστοί εδώ και τώρα. Μόνο με την στάση μας αυτή θα εξασφαλίσουμε τη συνέχεια του κράτους, δρώντας εγγυητικά στην προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος», ανέφερε.
Στη συνέχεια, στάθηκε στον ρόλο των δικηγόρων στην απονομή της δικαιοσύνης, υπογραμμίζοντας ότι κάθε πλευρά έχει τις ευθύνες της. Ζήτησε από τους δικηγόρους να συντάσσουν πιο προσεγμένα δικόγραφα, αποφεύγοντας την αναπαραγωγή διατάξεων και περιττών αναφορών σε νομοθετικά και νομολογιακά δεδομένα, τα οποία οι δικαστές εύκολα μπορούν να εντοπίσουν. «Τα δικόγραφα πρέπει να είναι συνοπτικά, πυκνά σε επιχειρήματα και να μην υπερβαίνουν τις 30 σελίδες», όπως σημείωσε. Σχετικά με το ζήτημα των αναβολών, εξέφρασε την απογοήτευσή του, επισημαίνοντας ότι οι πρακτικές που παρατηρούνται ανά την επικράτεια δεν συνάδουν με τη δικηγορία του 21ου αιώνα.
Επεσήμανε, επίσης, ότι η διαδικασία στο ακροατήριο πρέπει να γίνει πιο ζωντανή και διαδραστική, ώστε οι δικηγόροι να απαντούν στα νομικά ζητήματα που τίθενται από τον εισηγητή, χωρίς να παρεκτρέπονται σε εξωνομικά ζητήματα, τονίζοντας ότι η σημερινή διαδικασία, όπου δικηγόροι και εισηγητές κατακλύζουν το ακροατήριο με μακροσκελείς λόγους, πρέπει να αλλάξει.
Με αυτοκριτική διάθεση αναφέρθηκε και στις ευθύνες των δικαστών, που καλούνται να εκδίδουν πιο σύντομες αποφάσεις, καθότι τα «σεντόνια» των διατάξεων δεν τα διαβάζει κανείς, κάτι που -όπως ομολόγησε- είναι ίσως ίδιον της νομικής μας παιδείας, η οποία είναι εθισμένη στον δικονομισμό και τελικώς λειτουργεί διαβρωτικά για το ουσιαστικό δίκαιο.
Παράλληλα, ο κ. Πικραμένος, εξήρε το έργο των συναδέλφων του στο δεύτερο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τους οποίους συνεργάστηκε στενά. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις ΣτΕ 157/2023 και ΣτΕ 615/2024, οι οποίες αφορούσαν τις νέες μορφές κοινοποίησης λογιστικών πράξεων, καθώς και στην απόφαση ΣτΕ 1270/2022 για τον δικαστικό συμβιβασμό.
Κλείνοντας, σχολίασε το ζήτημα της φοροδιαφυγής, τονίζοντας ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει αντιληφθεί πόσο καταστροφική είναι η παραοικονομία για τη χώρα. Παρατήρησε, με μια δόση απαισιοδοξίας, ότι η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να βασίζεται στην ατομικότητα, την οικογένεια και τη συντεχνία, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τη σημασία του κοινού καλού.