fbpx

Αυτεπάγγελτη έρευνα της νομιμοποίησης του παριστάμενου για υποστήριξη της κατηγορίας στην ακροαματική διαδικασία

Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ενδιαφέρουσα ΑΠ 305/2023 κρίνεται με τρόπο σαφή η υποχρέωση για αυτεπάγγελτη έρευνα της παράστασης για υποστήριξη της κατηγορίας από τα δικαστήρια της ουσίας σχετικά με την νομιμοποίηση του φερομένου ως παθόντος από την συμπεριφορά του κατηγορούμενου.

Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του 171 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παράνομη παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου, που δήλωσε ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ. ή, όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 67 του ίδιου Κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο άσκησης της πολιτικής αγωγής, ο οποίος εξικνείται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου.

Η παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιούμενους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα, δηλ. από τους αμέσως ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη και ειδικότερα από τους φορείς του δικαιώματος ή του εννόμου αγαθού που έχει προσβληθεί, κατά τις προβλέψεις των διατάξεων των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, το επιτρεπτό δε της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την αξιόποινη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία.

Ειδικότερα επί του εγκλήματος της απάτης, άμεσα ζημιούμενος είναι ο φορέας της περιουσίας που υπέστη τη ζημία από την αξιόποινη πράξη, που μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από τον εξαπατηθέντα και ο οποίος είναι ο μόνος δικαιούμενος να παρασταθεί για την υποστήριξη της κατηγορίας (ΑΠ 1245/2016), ενώ στο έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφων δικαίωμα παραστάσεως για την υποστήριξη της κατηγορίας έχει αυτός που αποστερήθηκε το υπεξαχθέν έγγραφο και στην βλάβη του οποίου απέβλεψε ο δράστης(ΑΠ 429/2006).

Εξάλλου, η δήλωση του παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας, από το περιεχόμενο της οποίας εξαρτάται και η νομιμοποίηση αυτού, πρέπει, κατά το άρθρο 84 του ΚΠΔ, να περιέχει, με ποινή απαραδέκτου, εκτός άλλων, συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους, στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμά του να παρασταθεί ως υποστηρίζων την κατηγορία, κατά τρόπο σαφή και πλήρη καθώς και τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αν από τη δήλωση παραστάσεως για την υποστήριξη της κατηγορίας δεν προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της βλάβης που έχει υποστεί ο παραστάς, τότε η δήλωση αυτή δεν είναι σύμφωνη με το νόμο και δεν νομιμοποιεί τον παραστάντα. Η δε κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα απόλυτη ακυρότητα από την παράνομη παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, θεσπίζεται, διότι η συμμετοχή του παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας στην ακροαματική διαδικασία με την προσκόμιση αποδεικτικού υλικού, την υποβολή ερωτήσεων προς τους μάρτυρες κ.λπ., επιβαρύνει τη θέση του κατηγορουμένου.

Διαπίστωση παράνομης παράστασης του υποστηρίζοντος την κατηγορία. Το ποινικό δικαστήριο, όταν η παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας γίνεται παρά το νόμο, πρέπει εξαρχής να αποκρούσει αυτήν ως απαράδεκτη και να αποβάλει τον παρασταθέντα για την υποστήριξη της κατηγορίας αμέσως από την ποινική διαδικασία, εκτός εάν, σύμφωνα με το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής και τα στοιχεία της κατηγορίας, τυπικά υπάρχει νομιμοποίηση, αμφισβητείται όμως κατ’ουσίαν το δικαίωμα αυτό του δηλούντος από τον κατηγορούμενο και η επ’αυτού κρίση εξαρτάται από την εκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων, οπότε μπορεί το δικαστήριο να επιφυλαχθεί και να αποφανθεί επί της αμφισβητηθείσας νομιμοποίησης μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων.

Ενόψει τούτων, είναι αυτονόητο, ότι ο παραπάνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται και δεν καλύπτεται η ακυρότητα από τη μη προβολή αντιρρήσεων κατά της παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας, αν από τα στοιχεία της δικογραφίας ή από την ίδια την κατηγορία προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης ή μη τήρηση του τρόπου και του χρόνου άσκησης της παραστάσεως αυτής, που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 282/2020, ΑΠ 693/2020, ΑΠ 62/2019).

Ένδικη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της με αρ. 1062/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κατ’εφεση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν 977/2022 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, καθώς και τα πρακτικά της τελευταίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου σχετικού πρώτου λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ 1 Α’ του Κ.Ποιν.Δ.), λόγω παράνομης παράστασης του υποστηρίζοντος την κατηγορία Γ. Α. του Λ., προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, καταδικάστηκε με την προαναφερόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τις αξιόποινες πράξεις α) της απάτης από την οποία προκλήθηκε ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 120.000 ευρώ και β) της υπεξαγωγής εγγράφου από κοινού και του επιβλήθηκε μετά από την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ., συνολική ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών και δύο (2) μηνών. Με την ίδια απόφαση κηρύχθηκε αθώος για την αποδοθείσα σ’ αυτόν αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης κατ’εξακολούθηση και κατά συναυτουργία.

Κατά του καταδικαστικού σκέλους της ανωτέρω αποφάσεως ασκήθηκε έφεση από τον αναιρεσείοντα, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίσθηκαν οι Γ. Α. του Λ. και Φ. Χ. του Γ., οι οποίοι δήλωσαν παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση, κατά της εν λόγω δε παραστάσεως δεν προβλήθηκε αντίρρηση.

Στη συνέχεια κατά την εκδίκαση της ασκηθείσας εφέσεως από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δηλώθηκε, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, η ίδια παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας των Γ. Α. του Λ. και Φ. Χ. του Γ., όπως και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά της εν λόγω παραστάσεως δεν προβλήθηκε επίσης και πάλι καμία αντίρρηση.

Ακολούθως, το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων της απάτης από την οποία προκλήθηκε ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 120.000 ευρώ και της υπεξαγωγής εγγράφου με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ. και επέβαλε σ’ αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών και δύο (2) μηνών και συγκεκριμένα του ότι: “στην …., κατά το χρονικό διάστημα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2012, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, ήτοι την περιουσία της εγκαλούσας Φ. Χ. του Γ., πείθοντας αυτήν σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, ενώ το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των ευρώ εκατόν είκοσι χιλιάδων (€120.000). Ειδικότερα, παρέστησε σε αυτήν εν γνώσει του ψευδώς, ότι τυγχάνει οικονομικά εύρωστος, κάτοχος μεγάλης ακίνητης περιουσίας και ότι δήθεν χρειαζόταν το ποσό των 150.000 ευρώ για την οριστική εξόφληση των τραπεζικών οφειλών του, ποσό το οποίο διαβεβαίωσε την εγκαλούσα ότι θα το επέστρεφε σε αυτήν έως το τέλος Ιουνίου 2013, είτε από τα εισοδήματά του ως αρχιτέκτονας – μηχανικός, είτε πωλώντας ένα από τα ακίνητα ιδιοκτησίας του. Οι ως άνω παραστάσεις ήταν εν γνώσει του ψευδείς και παρασιώπησε αθέμιτα ότι οι τραπεζικές οφειλές του ξεπερνούσαν το ποσό των 700.000 ευρώ, καθώς και ότι ακίνητα ιδιοκτησίας του ήταν βεβαρημένα με εμπράγματα βάρη και ειδικότερα α) για το διαμέρισμα Ε’ ορόφου επιφάνειας 105,20 τ.μ. της οικοδομής επί των οδών … στα … συγκυριότητας του κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, είχε εγγράψει από το έτος 2006 προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας Αττικής για το ποσό των 364.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων και β) για το διαμέρισμα Δ’ ορόφου επιφάνειας 119 τ.μ. της οικοδομής επί της οδού … στα … συγκυριότητάς του και σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, στο οποίο και διέμενε με την οικογένειά του, είχε εγγράψει από το έτος 2006 προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας Αττικής για το ποσό των 331.500 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων και από το έτος 2008 δεύτερη προσημείωση υπέρ της Τράπεζας Αττικής για το ποσό των 60.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Με τις ως άνω δε ψευδείς παραστάσεις και την αθέμιτη παρασιώπηση της πραγματικής κατάστασης των τραπεζικών του οφειλών και της εν γένει περιουσιακής του κατάστασης, όπως μνημονεύεται ανωτέρω, έπεισε την εγκαλούσα και του κατέβαλε τμηματικά, σε μετρητά, το ποσό των € 150.000, ως άτοκο δάνειο, επιστρεπτέο στα τέλη Ιουνίου του 2013. Ειδικότερα, α) Κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο έως και το Δεκέμβριο 2012 του κατέβαλε τα επιμέρους ποσά των 22.500 ευρώ, 1.500 ευρώ, 15.000 ευρώ, 10.000 ευρώ και 8.000 ευρώ, β) τον Ιανουάριο του 2013 του κατέβαλε το ποσό των 8.500 ευρώ, γ) το Φεβρουάριο του 2013 το ποσό των 50.000 ευρώ , δ) το Μάρτιο του 2013 το ποσό των 3. 500 ευρώ, ε) τον Απρίλιο του 2013 τα επιμέρους ποσά των 1.000 ευρώ, 2.100 ευρώ, 1.500 ευρώ, 4.000 ευρώ, 500 ευρώ, 4.000 ευρώ, 7.000 ευρώ, 1.500 ευρώ, 1.000 ευρώ. 2.000 ευρώ, 2.400 ευρώ και 4.000 ευρώ. Μάλιστα, συνέταξε και υπέγραψε ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο αναγραφόταν το συνολικό ύψος του ποσού του δανείου και το κάθε επιμέρους ποσό που του καταβαλλόταν με την αντίστοιχη ημερομηνία καταβολής, συμφωνητικό το οποίο παρέδωσε στην εγκαλούσα Φ. Χ. μετά την τελευταία καταβολή. Η εγκαλούσα δεν θα του είχε δανείσει και παραδώσει το ποσό των € 150.000, εάν γνώριζε την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν ήταν φερέγγυος, αλλά είχε τραπεζικές οφειλές που ξεπερνούσαν τις 700.000 ευρώ, η δε ακίνητη περιουσία του περιοριζόταν σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου δύο ακινήτων, βεβαρημένων με εμπράγματα βάρη. Με τον τρόπο αυτό έβλαψε την περιουσία της εγκαλούσας κατά το ποσό των € 150.000, ήτοι κατά το ποσό που του κατέβαλε παραπεισθείσα από τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις του. Στην πράξη του αυτή προέβη, για να προσπορίσει στον εαυτό του ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος, όπως και πράγματι αποκόμισε αυτό, εισπράττοντας το δάνειο και μη επιστρέφοντάς το.? 2) Στην …., στις 7-7-2014, με σκοπό να βλάψει την εγκαλούσα Φ. Χ., απέκρυψε έγγραφο του οποίου δεν ήταν κύριος και συγκεκριμένα κάτω από την οικία του επί της οδού …, η Ε. Γ. αφαίρεσε από την κατοχή της Φ. Χ. το ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο είχε συντάξει, υπογράψει και παραδώσει στη Φ. Χ. αυτός, στο οποίο αναγραφόταν το συνολικό ποσό του δανείου, που του είχε καταβάλει η εγκαλούσα Φ. Χ., ύψους 150.000 ευρώ, με αναλυτική αναφορά των επιμέρους καταβολών. Ακολούθως δε αυτός παρέλαβε και απέκρυψε το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, με σκοπό να εμποδίσει την εγκαλούσα Φ. Χ. να απαιτήσει την επιστροφή του ως άνω ποσού του δανείου”.

Από όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η δήλωση παραστάσεως για την υποστήριξη της κατηγορίας εκ μέρους του Γ. Α. του Λ., που ενδιαφέρει εν προκειμένου τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου όσο και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ήταν εντελώς τυπική, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση και προσδιορισμό όσον αφορά το έγκλημα ή τα εγκλήματα για τα οποία παρίσταται αυτός και το είδος της βλάβης που είχε υποστεί, με συνέπεια να εμφανίζει ελλείψεις κρίσιμες για την αξιολόγηση και θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεώς του ως άνω πολιτικώς ενάγοντος.

Ειδικότερα, σε καμία από τις ως άνω σχετικές δηλώσεις δεν περιέχεται συνοπτική έκθεση των αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες αποδόθηκαν στον κατηγορούμενο και οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η αστική αξίωσή του σε σχέση με αυτές.

Περαιτέρω με βάση τις παραδοχές της εκκληθείσας απόφασης που καθόριζαν και το αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης, ο ως άνω Γ. Α. του Λ., δεν νομιμοποιείτο να παραστεί στην δευτεροβάθμια δίκη, με την ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία, αφού αυτός δεν ήταν άμεσα παθών από τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες είχε χωρήσει η καταδίκη του αναιρεσείοντος και δεν είχε ως εκ τούτου δικαίωμα κατά τον αστικό κώδικα αποζημιώσεως ή αποκαταστάσεως από το έγκλημα ή χρηματικής ικανοποίησεως λόγω ηθικής βλάβης και τούτο διότι από το σκεπτικό και διατακτικό της ανωτέρω πρωτοδίκου αποφάσεως, προκύπτει με σαφήνεια ότι εξαπατηθείσα από την απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου και άμεσα ζημιωθείσα από αυτή, ήταν μόνο η εγκαλούσα Φ. Χ. του Γ., που υπέστη ισόποση, με το χορηγηθέν στον αναιρεσείοντα κατόπιν παραπλανήσεως της από αυτόν και μη επιστραφέν δάνειο ύψους 150.000 ευρώ, περιουσιακή ζημία. Η ίδια επίσης υπέστη άμεση ζημία και από το έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφου αφού, πάντα κατά την εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση, ο αναιρεσείων την 7-7-2014, με σκοπό να βλάψει την Φ. Χ., παρέλαβε και απέκρυψε ιδιωτικό συμφωνητικό, που είχε αποσπάσει ενωρίτερα από την κατοχή της παθούσας η θυγατέρα του Ε. Γ. και το οποίο αυτός είχε συντάξει, υπογράψει και παραδώσει στην Φ. Χ., έχοντας αναγράψει σ’αυτό το ποσό του δανείου, ύψους 150.000 ευρώ, που του είχε χορηγήσει η εγκαλούσα, με αναλυτική αναφορά των επιμέρους καταβολών, στην απόκρυψη δε του εγγράφου αυτού, του οποίου δεν ήταν κύριος, προέβη με σκοπό να εμποδίσει την εγκαλούσα Φ. Χ. να απαιτήσει την επιστροφή του ποσού του ως άνω δανείου.

Αντίθετα ο Γ. Α. σε κανένα σημείο του σκεπτικού και του διατακτικού της πρωτοδίκου αποφάσεως, δεν αναφέρεται ως ζημιωθείς αλλά ούτε και ο ίδιος προέβαλε στην κατ’έφεση δίκη άμεση και προσωπική ζημία από τις δικαζόμενες ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της απάτης και υπεξαγωγής εγγράφου. Συνακόλουθα αυτός, μη νομιμοποιούμενος ενεργητικά, παρέστη παράνομα προς υποστήριξη της κατηγορίας στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο όφειλε να ελέγξει στην αρχή της διαδικασίας την νομιμότητα της παραστάσεως, με βάση τη σχετική δήλωση και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που οριοθετούσαν το αντικείμενο της παράστασης αυτής.

Το γεγονός ότι ο ίδιος διάδικος είχε παραστεί και πρωτοδίκως για την υποστήριξη της κατηγορίας, χωρίς να αποβληθεί, δεν νομιμοποιεί την παράστασή του στην κατ’έφεση δίκη, αφού η νομιμότητα της παραστάσεως ελέγχεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Άλλωστε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κρίθηκε εκτός των ως άνω αδικημάτων της απάτης και υπεξαγωγής εγγράφων και η αποδοθείσα στον αναιρεσείοντα κατηγορία της απόπειρας εκβίασης, στην οποία κατά το κατηγορητήριο φερόταν να στρέφεται τόσο κατά της Φ. Χ. και όσο και κατά του ως άνω Γ. Α. Όμως για το τελευταίο αυτό αδίκημα ο αναιρεσείων αθωώθηκε κατά τα προεκτεθέντα από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Από την ως άνω παράνομη παράσταση του Γ. Α. για την υποστήριξη της κατηγορίας , επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία δεν καλύπτεται από την μη προβολή αντιρρήσεων, λαμβάνεται δε υπόψη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο (άρθρο 171 περ. 3 Κ.Ποιν.Δ.) ιδρύοντας τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ λόγο αναιρέσεως. Συνακόλουθα είναι βάσιμος ο συναφής πρώτος λόγος αναίρεσης και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -