Ο Αστικός Κώδικας ορίζει ότι ο μεριδούχος συντρέχει κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ως κληρονόμος (ΑΚ 1825 § 2), δηλαδή αποκτά αμέσως και αυτοδικαίως (με την επιφύλαξη της ΑΚ 1198) από την επαγωγή το κληρονομικό μερίδιο που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του. Οποιασδήποτε μορφής περιορισμοί του δικαιώματός του αυτού με τη διαθήκη είναι αυτοδικαίως άκυροι (βλ. ΑΚ 1827, 1829 και 1835 εξ αντιδιαστολής).
Μία από τις κύριες συνέπειες της ιδιότητας του μεριδούχου ως κληρονόμου είναι ο εξοπλισμός του με την προστασία που παρέχεται σε κάθε κληρονόμο (από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου). Ειδικότερα, ο μεριδούχος έχει στη διάθεσή του για την προστασία του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας τόσο την αγωγή περί κλήρου όσο και τις κοινές αγωγές του εμπραγμάτου δικαίου (διεκδικητική αγωγή, αγωγές νομής κ.λπ.), τις οποίες είχε και ο κληρονομούμενος. Επιπροσθέτως, εφόσον ο μεριδούχος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης, όπως λ.χ. η ακυρότητα της διαθήκης κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του, μπορεί να εγείρει και σχετική αναγνωριστική αγωγή για το κληρονομικό δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα (ΚΠολΔ 70).
Η διαθήκη, εφόσον -και στο μέτρο που[1]– προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη και συνεπώς δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, ούτε χρειάζεται να κηρυχθεί άκυρη με δικαστική απόφαση (όπως, αντίθετα, η ακυρώσιμη διαθήκη). Ωστόσο, σε περίπτωση αμφισβήτησης ως προς την ακυρότητα ή μη της διαθήκης μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή (ΚΠολΔ 70), η οποία μπορεί να συνοδεύεται και από αίτημα αναγνώρισης του δικαιώματος του μεριδούχου στη νόμιμη μοίρα. Δυνατή είναι επίσης η αντικειμενική σώρευση της αναγνωριστικής αγωγής του μεριδούχου με την αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς[2].
Εναγόμενοι με την αναγνωριστική της ακυρότητας της διαθήκης (ή της αποκληρωτικής διάταξης σε διαθήκη) αγωγή μπορεί να είναι οι τιμώμενοι σε αυτήν (εκ διαθήκης κληρονόμοι, κληροδόχοι, καταπιστευματοδόχοι κ.λπ.). Στην περίπτωση της αναγνωριστικής του κληρονομικού δικαιώματος αγωγής εναγόμενος είναι εκείνος που αμφισβητεί το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος μεριδούχου στη νόμιμη μοίρα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν απαιτείται για τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης η επίκληση του ισχυρισμού ότι ο εναγόμενος νέμεται τα κληρονομιαία pro herede, αλλά αρκεί αυτός να αμφισβητεί το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος[3]. Συνεπώς, είναι δυνατή η έγερση της αναγνωριστικής του κληρονομικού δικαιώματος αγωγής και κατά εκείνου που νέμεται αυθαιρέτως, χωρίς τίτλο ή με ειδικό τίτλο (π.χ. κτήση από πώληση, δωρεά, γονική παροχή, κληροδοσία)[4], ενώ δεν είναι δυνατή η έγερση κατ’ αυτού της αγωγής περί κλήρου (βλ. ΑΚ 1871).
Επικρατεί εδώ και δεκαετίες στη νομολογία η άποψη ότι είναι δυνατή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων έναντι καθενός από τους εναγομένους που ενάγονται με την αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας διαθήκης ή/και αναγνώρισης του κληρονομικού δικαιώματος, άρα ανάμεσά τους υφίσταται δεσμός απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας[5]. Ωστόσο, αμφίβολο είναι κατά πόσο το ζήτημα της ακυρότητας της διαθήκης λόγω προσβολής της νόμιμης μοίρας (ή της αποκληρωτικής διάταξης στη διαθήκη) επιδέχεται πράγματι μη ενιαίας ρύθμισης[6].
Τα ειδικότερα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η αγωγή περί αναγνωρίσεως του δικαιώματος νόμιμης μοίρας του μεριδούχου, για να κριθεί ορισμένη, είναι: α) ο θάνατος του κληρονομουμένου· β) η συγγενική ή συζυγική σχέση του ενάγοντος προς αυτόν, στην οποία στηρίζεται το δικαίωμα νόμιμης μοίρας του· γ) η νομή (ή απλή κατοχή) του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο θανάτου του στα επίδικα αντικείμενα, επί των οποίων διεκδικεί νόμιμη μοίρα ο ενάγων, η οποία (νομή ή κατοχή) περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του (ΑΚ 983)· και δ) η αδικαιολόγητη κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο ή η αμφισβήτηση του δικαιώματος νόμιμης μοίρας του ενάγοντος[7]. Ο τρόπος με τον οποίο είχε αποκτήσει (πρωτοτύπως ή παραγώγως) τη νομή των επίδικων αντικειμένων ο κληρονομούμενος δεν αποτελεί στοιχείο της ανωτέρω αγωγής[8].
Επίσης, δεν απαιτείται η αναγραφή στο δικόγραφο της αναγνωριστικής αγωγής του ποσοστού της νόμιμης μοίρας, κατά το οποίο ο ενάγων συντρέχει ως κληρονόμος, όταν στον ενάγοντα μεριδούχο ουδέν κατέλειπε ο διαθέτης, διότι τούτο προκύπτει από τη συγκεκριμένη σχέση του μεριδούχου με τον κληρονομούμενο και την τυχόν ύπαρξη άλλων μεριδούχων. Ούτε αναφορά των στοιχείων της κληρονομίας και της αξίας αυτών απαιτείται στην περίπτωση αυτή, καθώς αρκεί ο ποσοστιαίος προσδιορισμός της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος[9]. Τέλος, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής αυτής η ύπαρξη δωρεάς αιτία θανάτου ή άλλης εν ζωή χαριστικής παροχής, καταλογιστέας στη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος.
Αντίθετα, σε περίπτωση που ο ενάγων ασκεί αγωγή αναγνώρισης του δικαιώματός του για συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του (ΑΚ 1827), πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να εκθέτει την αξία που έχουν τα καταλειφθέντα αντικείμενα και την αξία της όλης κληρονομίας, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν θίγεται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του και σε ποιά έκταση[10].
Κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της αναγνωριστικής του κληρονομικού δικαιώματος αγωγής είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε όσο ζούσε την τελευταία κατοικία ή διαμονή του (βλ. ΚΠολΔ 30 § 1: «Διαφορές που αφορούν την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος…»). Η υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις ανάλογα με την αξία του αντικειμένου της διαφοράς.
Η αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας διαθήκης λόγω προσβολής της νόμιμης μοίρας, όπως και η αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας αποκληρωτικής διάταξης της διαθήκης είναι μη αποτιμητές σε χρήμα και συνεπώς ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (ΚΠολΔ 18) της περιφέρειας της τελευταίας κατοικίας του κληρονομουμένου.
[1] Πρέπει να σημειωθεί ότι η ακυρότητα διαθήκης λόγω προσβολής της νόμιμης μοίρας δεν είναι καθολική (όπως π.χ. εκείνη που επέρχεται λόγω ανικανότητας για σύνταξη διαθήκης ή παραβίασης των διατυπώσεων περί τύπου των διαθηκών) αλλά μερική. Άκυρη είναι η προσβάλλουσα τη νόμιμη μοίρα διαθήκη μόνο κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του θιγόμενου (ΟλΑΠ 568/1986 ΝοΒ 35, 202· ΕφΘεσ 1565/2005 ΝοΒ 54, 700).
[2] Βλ. ΑΠ 789/2006 Νόμος.
[3] Βλ. ΑΠ 400/2009 ΧρΙΔ 10, 127· ΑΠ 180/1973 ΝοΒ 21, 926· ΕφΑθ 7540/2004 ΕλλΔνη 47, 197.
[4] Βλ. ΑΠ 400/2009, ό.π.· ΕφΑθ 9445/2005 ΕλλΔνη 48, 1483· ΕφΑθ 7540/2004, ό.π.
[5] Βλ. ΟλΑΠ 902/1982 ΑρχΝ 33, 1947· ΑΠ 39/2008 Νόμος· ΑΠ 717/1986 ΝοΒ 35, 732· ΑΠ 710/1978 ΕΕΝ 45, 751.
[6] Βλ. αντί πολλών Γέσιου-Φαλτσή, Η Πολιτική Δικονομια από τη θεωρία στην πράξη, 1993, σ. 161 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία και Σαϊτάκη, Σχόλιο σε ΠΠρΚέρκ 1376/2013, ΧρΙΔ 14, 26.
[7] Βλ. ΑΠ 729/2011, ό.π.· ΑΠ 400/2009, ό.π.· ΑΠ 355/2007 ΧρΙΔ 7, 712· ΕφΑθ 7540/2004 ΕλλΔνη 47, 197.
[8] Βλ. ΑΠ 788/1996 ΕλλΔνη 38, 560, στην οποία αναφέρεται, περαιτέρω, ότι μόνον επί επιλήψιμης νομής του κληρονομουμένου παρέχεται (κατά την ΑΚ 988) δικαίωμα στον εναγόμενο να προτείνει το ελάττωμα κατά της αγωγής αυτής ως ένσταση ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, κατ` άρθρο 68 του ΚΠολΔ. Ο δε ισχυρισμός του εναγομένου, ότι δεν κατέχει το επίδικο πράγμα, δεν αποτελεί ένσταση, αλλ’ άρνηση της αγωγής.
[9] Βλ. ΟλΑΠ 769/1970 ΝοΒ 19, 334· ΑΠ 633/2001 Νόμος.
[10] Πρβλ. ΑΠ 865/2006 Νόμος· ΑΠ 1292/2002 ΕλλΔνη 44, 478· ΕφΙωαν 187/2007 ΝοΒ 55, 2372· ΕφΑθ 4778/2005 ΕλλΔνη 48, 212.
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ